Βιογραφικό
Αφήγηση/Απαγγελία/Ψαλμός
Η Ποντιακή διάλεκτος ή Ποντιακή γλώσσα (Ποντιακά: Ποντιακόν καλατσήν ή Ρωμαίικα), είναι η γλώσσα των Ποντίων που κατοικούσαν στις νότιες-νοτιοανατολικές ακτές και στα ρωσικά και γεωργιανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Σήμερα ομιλούνται από τους απογόνους των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα είτε μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, είτε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στη σημερινή Τουρκία εντοπίζονται ακόμη μερικές εστίες όπου ομιλείται η ποντιακή.
Θεωρείται ότι προέρχεται από την τοπική όψιμη ελληνιστική Κοινή σε χώρο με ιωνικό υπόστρωμα. Το λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί από την τουρκική και από γλώσσες του Καυκάσου, των οποίων η επίδραση δεν έχει διακριβωθεί μέχρι τώρα.
Επίσης δέχτηκε επιδράσεις από το λεξιλόγιο των Γενουατών και των Βενετσιάνων της Τραπεζούντας. Ωστόσο οι ξένες λέξεις εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας.
Με βάση την ταξινόμηση του Μ. Τριανταφυλλίδη, ο οποίος στηρίχθηκε κυρίως στην εγγύτητα προς τη Νεοελληνική Κοινή, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες ιδιωμάτων εντός τής διαλέκτου:
α) οινουντιακά ιδιώματα (με αυξημένη νεοελληνική επίδραση μέσω της Κωνσταντινουπόλεως),
β) τραπεζουντιακά ιδιώματα (μικρότερη νεοελληνική επίδραση),
γ) χαλδιώτικα ιδιώματα (με αυξημένη τουρκική επίδραση).
Όσον αφορά στον θεμελιώδη διαχωρισμό των ελληνικών διαλέκτων με κριτήριο τον φωνηεντισμό (τη διατήρηση ή στένωση των ατόνων φωνηέντων), η διάλεκτος δεν μπορεί να ενταχθεί καθ’ ολοκληρίαν σε μία από τις τρεις βασικές ομάδες ιδιωμάτων (βόρεια, ημιβόρεια, νότια), διότι τα τραπεζουντιακά και χαλδιώτικα έχουν ημιβόρειο φωνηεντισμό (χάνουν τα άτονα [i], [u], αλλά δεν παρουσιάζουν στένωση των ατόνων [e], [o]: π.χ. κόρ’, πεγάδ’, γίν’νταν), ενώ τα οινουντιακά διατηρούν αλώβητο (νότιο) φωνηεντισμό (π.χ. κόρη, πεγάδιν, γίνουνταν).
Η σχετική γεωγραφική και γλωσσική απομόνωση του Πόντου, οδήγησε στη διατήρηση αρκετών αρχαϊκών στοιχείων, όπως:
Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως ε. Π.χ. πεγάδιν = πηγάδι, κεπία = κήποι, νύφε = νύφη, εμέτερον = ημέτερον.
Η διατήρηση της αρχαίας προφοράς του ω ως ο, όπου η Κοινή ελληνική έχει ου. Π.χ. ζωμίν = ζουμί, καρβώνι = κάρβουνο, ρωθώνι = ρουθούνι.
Η χρήση ψιλών συμφώνων (κ,π,τ) αντί δασέων (χ,φ,θ), ένδειξη της Ιωνικής προέλευσης της διαλέκτου. Π.χ. ασπαλίζω=σφαλίζω, σπίγγω=σφίγγω.
Η χρήση του Ιωνικής προέλευσης ’κι<οὐκὶ=οὐχί, αντί για το νεοελληνικό δεν< οὐδέν.
Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο τυπικό της γλώσσας, με χαρακτηριστικότερα:
Τη διατήρηση της κατάληξης της ονομαστικής των ουδετέρων ονομάτων σε -ιον. Π.χ. παιδίον = παιδί, χωρίον = χωριό.
Τη διατήρηση της κατάληξης των θηλυκών επιθέτων σε -ος. Π.χ. η άλαλος, η άνοστος, η έμορφος.
Τη μετάπτωση της κατάληξης της γενικής πτώσης του ενικού αριθμού των αρσενικών ονομάτων από -ον σε -ος. Π.χ. ο νέον > τη νέονος, ο πάππον > τη πάππονος, ο λύκον > τη λύκονος, ο Τούρκον > τη Τούρκονος.
Την κατάληξη της προστακτικής των ρημάτων σε -ον. Π.χ. γράψον = γράψε, άψον (του ρ. άφτω<ἀνάπτω) = άναψε, ποίσον (<ποίησον) = φτιάξε.
Τον σχηματισμό της μέσης φωνής των ρημάτων σε -ούμαι. Π.χ. ανακατούμαι, σκοτούμαι, στεφανούμαι.
Τον σχηματισμό του αορίστου της παθητικής φωνής σε -θα. Π.χ. εγαπέθα = αγαπήθηκα, εκοιμέθες = κοιμήθηκες, εστάθεν = στάθηκε, σταμάτησε.
Τον σχηματισμό της προστακτικής του αορίστου σε -θετε. Π.χ. εγαπέθετε, εκοιμέθετε, εστάθετε.
Τη σποραδική χρήση του απαρεμφάτου. Π.χ. εποθανείναι, μαθείναι, κόψ’ναι, ράψ’ναι, χαρίσ’ναι, αγαπέθην, κοιμεθήν).
Τον αρχαιότροπο τονισμό των ονομάτων στην κλητική πτώση. Π.χ. άδελφε, Νίκολα, Μάρια.
Τη σποραδική χρήση του ας αντί του να. Π.χ. δος με ας φάγω.
Η διατήρηση πολλών αρχαϊκών στοιχείων στο λεξιλόγιο. Π.χ. σεύτελον < ιων. σεῦτλον = τεύτλον, ξύγαλαν < οξύγαλαν = γιαούρτι.
Η διατήρηση του γένους ονομάτων. Π.χ. η τραγωδία = το τραγούδι.
Η απομόνωση αυτή επέδρασε και στη μη περαιτέρω εξέλιξη διάφορων γλωσσικών τύπων, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν στα νεοελληνικά, και σε άλλες αλλαγές, όπως:
Η διατήρηση ασυνίζητων τύπων. Π.χ. καρδία = καρδιά, λαλία = λαλιά, παιδία = παιδιά, ψωμία = ψωμιά, χωρίον = χωριό.
Αναπτύχθηκαν ακόμη φθόγγοι οι οποίοι δεν υπάρχουν στα νεοελληνικά, ενώ άλλαξε και η προφορά ορισμένων γραμμάτων, όπως:
Η συνίζηση των φωνηεντικών συμπλεγμάτων ια και εα, εξελίχθηκε στον φθόγγο ä, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και του α. Π.χ. όλä = όλα, οσπίτä = σπίτια, λεοντάρä = λιοντάρια, τραγωδ΄äνος = τραγουδιστής, κιφάλä = κεφάλια, θέλετ’ äτο < θέλετε ατό = θέλετε αυτό, το θέλετε, ομ΄äζω < ομοιάζω = μοιάζω.
Η συνίζηση του φωνηεντικού συμπλέγματος ιο, εξελίχθηκε στον φθόγγο ö, που προφέρεται ως φωνήεν μεταξύ του ε και ο. Π.χ. τελ΄öνω = τελειώνω, ĥ΄öνιν = χιόνι.
Το γράμμα σ όταν ακολουθείται από κε ή κι προφέρεται ως š, δηλαδή ως παχύ σ. Π.χ. šκεπάζω, šκίζω, šκύλος.
Το γράμμα χ όταν ακολουθείται από ε ή ι προφέρεται ως ĥ, δηλαδή ως παχύ χ. Π.χ. ĥέρι, ĥαιρετώ, ĥίλä = χίλια.
Διαφορετική προφορά παρατηρείται και στα γράμματα:
ζ που προφέρεται ως ž, δηλαδή ως παχύ ζ. Π.χ. χαλάžä = χαλάζια, žαγκώνω = σκουριάζω.
ξ που προφέρεται ως κ+š (παχύ σ). Π.χ. κšύνω < εκĥύνω = χύνω.
ψ που προφέρεται ως π+š (παχύ σ). Π.χ. πšη = ψυχή.
Τραγούδια (93)
Σελίδα 1 από 10