.
.
Τα Ποντιακά του χθες και του σήμερα Νο2

Αητέντς επαραπέτανεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αητέντς επαραπέτανεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αητέντς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνι͜α
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]
Και τα τσ̌αγγία τ’ κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]
Εκράτ’νεν και σα κάρτζ̌ι͜α του
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όνας
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]

-Αητέ μ’, για δος με ας σο κρατείς,
για πέ’ με όθεν κείται
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]
-Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε,
αρ’ όθεν κείται λέγω
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]

Ακεί σο πέραν το ραχ̌ίν,
σ’ αλάτι͜α επεκεί μέρος
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]
Μαύρα πουλία τρώγ’ν’ ατον
και άσπρα τριγυλίσκουν
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]
Φατέστε, πουλία μ’, φατέστε
Φατέστε τον καρίπην
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]

Σον πόλεμον Τραντέλλενας,
Ρωμαίικον παλληκάρι
[Όι! αμάν! αμάν! (x2)]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείεκεί
αλάτι͜αέλατα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
καρίπηνξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέ’(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
φατέστε(προστ.) φάτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
ακείεκεί
αλάτι͜αέλατα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
καρίπηνξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέ’(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
φατέστε(προστ.) φάτε
Αητέντς επαραπέτανεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost