.
.
Ποντιακή παράδοση

Σο σπαρελόπο σ’

External photo
Σο σπαρελόπο σ’
fullscreen
Σο σπαρελόπο σ’ αφκακέσ’
κουβάρι͜α τυλιμένα
Απλώνω να πιάν’ ατα,
τα χ̌ερόπα μ’ δεμένα

Εζούλτσα το πουικόπο μ’,
’ποίκα ’το άμον την τσάμι͜α σ’
Άνοιξον τα ξερόχ̌ερα σ’
να κείμαι σην εγκάλια σ’

Για χτέντσον τα τσαμόπα σου,
σύρον ατα σ’ ωμία σ’
Σ’ εσέν γουρπάν’ να ’ίνεται
ο Κακοχ̌είμ’ς Ηλίας¹

Το φίλεμαν τιδέν πα ’κ’ έν’,
σπογγί͜εις ατο και χάται
Το δάξιμον αρ’ έν’ ντο έν’,
σιχνών’ κι άλλο ’κι χάται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
αφκακέσ’κάτω πέρα
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δάξιμονδάγκωμα
εγκάλιααγκαλιά
εζούλτσαέστριψα
έν’είναι
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κακοχ̌είμ’ςαυτός που έχει διέλθει άσχημο χειμώνα κακοχείμαγος
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιάν’πιάνει
’ποίκα(εποίκα) έκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
πουικόπομουστάκι bıyık
σιχνών’αφήνει σημάδι signum
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τιδέντίποτα
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τσάμι͜απλεξούδα
τσαμόπαπλεξουδίτσες
τυλιμένατυλιγμένα
φίλεμανφιλί
χ̌ερόπαχεράκια
χάταιχάνεται
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
αφκακέσ’κάτω πέρα
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δάξιμονδάγκωμα
εγκάλιααγκαλιά
εζούλτσαέστριψα
έν’είναι
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κακοχ̌είμ’ςαυτός που έχει διέλθει άσχημο χειμώνα κακοχείμαγος
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιάν’πιάνει
’ποίκα(εποίκα) έκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
πουικόπομουστάκι bıyık
σιχνών’αφήνει σημάδι signum
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τιδέντίποτα
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τσάμι͜απλεξούδα
τσαμόπαπλεξουδίτσες
τυλιμένατυλιγμένα
φίλεμανφιλί
χ̌ερόπαχεράκια
χάταιχάνεται
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ωμίαώμοι
External photo
Σο σπαρελόπο σ’
Σημειώσεις
¹ Κακοχ̌είμ’ς Ηλίας: παρατσούκλι του Κατωτοικίδη Ηλία, κατοίκου εν ζωή Κομνηνών (Ούτσ̌ενα) Κοζάνης (βλέπε φωτό) ο οποίος έγραψε και το σχετικό δίστιχο.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost