.
.
Τα καϊτέδες τ’ έμορφα

Το λιθάρ’

Το λιθάρ’
fullscreen
Το λιθάρ’ το στρογγυλόν -ι
σο τεμέλ’ μη θέκ’ς ατο
Θα χαλάεται τ’ οσπίτι σ’
και θα πουσ̌μανεύ’ς ατο

Χώρτσον, πουλί μ’, κι έναν κι έπαρ’
και ασ’ όλιων τον καλόν
Ή εμένα ή τον άλλον
ή τον παλαλόν

Αραπάδες και παϊτόνια
σ’ ομμάτι͜α μ’ ’κι φαίν’ντανε
Αρ’ ατά είν’ τα πελιάδες
σο κιφάλι μ’ ντ’ έγκανε

Χώρτσον, πουλί μ’, κι έναν κι έπαρ’
και ασ’ όλιων τον καλόν
Ή εμένα ή τον άλλον
ή τον παλαλόν

Άψιμον πιάν’ απάν’ ι-μ’
κι η βρούλα ’κι βζήεται
’Κι υποφέρκουνταν τα πόνια
η ψ̌η όντες λύεται

Χώρτσον, πουλί μ’, κι έναν κι έπαρ’
και ασ’ όλιων τον καλόν
Ή εμένα ή τον άλλον
ή τον παλαλόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραπάδεςάμαξες araba
ασ’από
ατάαυτά
άψιμονφωτιά
βζήεται(αμτβ.) σβήνει
βρούλαφλόγα brûler
έγκανεέφεραν
είν’(για πληθ.) είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
λύεταιλιώνει
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παϊτόνιαάμαξες fayton/phaéton/Φαέθων
παλαλόντρελό
πελιάδεςβάσανα, σκοτούρες bela
πιάν’πιάνει
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
τεμέλ’θεμέλιο
υποφέρκουντανυποφέρονται
φαίν’ντανεφαίνονται
χαλάεταιχαλάει, καταστρέφεται
χώρτσον(προστ.) χώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραπάδεςάμαξες araba
ασ’από
ατάαυτά
άψιμονφωτιά
βζήεται(αμτβ.) σβήνει
βρούλαφλόγα brûler
έγκανεέφεραν
είν’(για πληθ.) είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
λύεταιλιώνει
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παϊτόνιαάμαξες fayton/phaéton/Φαέθων
παλαλόντρελό
πελιάδεςβάσανα, σκοτούρες bela
πιάν’πιάνει
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
τεμέλ’θεμέλιο
υποφέρκουντανυποφέρονται
φαίν’ντανεφαίνονται
χαλάεταιχαλάει, καταστρέφεται
χώρτσον(προστ.) χώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
ψ̌ηψυχή
Το λιθάρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost