.
.
Ολόξενη μ’

Ολόξενη μ’

Ολόξενη μ’
fullscreen
Σον πρόσωπο σ’ που θα τερεί,
άψιμον πιάν’
Το φίλεμα σ’ γλυκύν κρασίν
άμον κιμιάν

Και σ’ εγκαλιόπο σ’ που κείται
’λαφρόν ύπνον ’κι χορτάζ’
Ψαλαφά να στέκ’ ο χρόνον
για να μη χαράζ’

Μάισσα είσαι, ολόξενη μ’,
έρθα κι εσ̌ασ̌ίρεψα
Τη σεβτάς τα μυστικά
’κ’ εκαΐρεψα

Τίνος εγκάλιαν θα πλουμί͜εις
ποίος να εξέρ’;
Ποίον καρδι͜άν θα παλαλώντς
και θα δί’ και παίρ’;

Και σε ήντιναν τα κάλλια σ’
όλα θα χαρί͜εις ατα;
Και ατσ̌ά τίνος τ’ ονέρ’τα
θα στολί͜εις ατα;

Μάισσα είσαι, ολόξενη μ’,
έρθα κι εσ̌ασ̌ίρεψα
Τη σεβτάς τα μυστικά
’κ’ εκαΐρεψα

Γομούται η γη όντες γελάς
όλιον χρώματα
Ευκαίρωσον το καρδόπο σ’
κι όλα δώμα ’τα

Και θα έχω σε κορώναν
σο κιφάλ’ βασιλιακόν
Τσ̌ιτσ̌εκόπον ντο ποτίζω
κι όλον πουμπουκών’

Μάισσα είσαι, ολόξενη μ’,
έρθα κι εσ̌ασ̌ίρεψα
Τη σεβτάς τα μυστικά
’κ’ εκαΐρεψα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατααυτά
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
άψιμονφωτιά
βασιλιακόνβασιλικό/ή
γλυκύνγλυκιά/ό
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
δί’δίνει
δί’ και παίρ’(εκφ. δίνει και παίρνει) σβήνει κι ανάβει, ενεργεί αλλοπρόσαλλα
δώμαοριζόντια σκεπή σπιτιού
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκαΐρεψαπροστάτεψα, πρόσεξα κπ kayırmak
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
έρθαήρθα
εσ̌ασ̌ίρεψασάστισα, τα έχασα şaşırmak
ευκαίρωσον(προστ.) άδειασε, εκκένωσε
ήντινανόποιον/α/ο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλιακάλλη
καρδόποκαρδούλα
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κιφάλ’κεφάλι
μάισσαμάγισσα
όλιονόλο, ολόκληρο
ολόξενητελείως ξένη
ονέρ’ταόνειρα
όντεςόταν
παίρ’παίρνω/ει
παλαλώντςτρελαίνεις
πιάν’πιάνει
πλουμί͜ειςπλουμίζεις, στολίζεις με πλουμίδια, διανθίζεις, καλλωπίζεις pluma
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουμπουκών’βγάζει μπουμπούκια βόμβυξ
σεβτάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
στολί͜ειςστολίζεις
τερείκοιτάει
τίνοςποιού;
τσ̌ιτσ̌εκόπονλουλουδάκι çiçek
φίλεμαφιλί
χαρί͜ειςχαρίζεις
ψαλαφάζητάει, αιτείται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατααυτά
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
άψιμονφωτιά
βασιλιακόνβασιλικό/ή
γλυκύνγλυκιά/ό
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
δί’δίνει
δί’ και παίρ’(εκφ. δίνει και παίρνει) σβήνει κι ανάβει, ενεργεί αλλοπρόσαλλα
δώμαοριζόντια σκεπή σπιτιού
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκαΐρεψαπροστάτεψα, πρόσεξα κπ kayırmak
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
έρθαήρθα
εσ̌ασ̌ίρεψασάστισα, τα έχασα şaşırmak
ευκαίρωσον(προστ.) άδειασε, εκκένωσε
ήντινανόποιον/α/ο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλιακάλλη
καρδόποκαρδούλα
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κιφάλ’κεφάλι
μάισσαμάγισσα
όλιονόλο, ολόκληρο
ολόξενητελείως ξένη
ονέρ’ταόνειρα
όντεςόταν
παίρ’παίρνω/ει
παλαλώντςτρελαίνεις
πιάν’πιάνει
πλουμί͜ειςπλουμίζεις, στολίζεις με πλουμίδια, διανθίζεις, καλλωπίζεις pluma
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουμπουκών’βγάζει μπουμπούκια βόμβυξ
σεβτάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
στολί͜ειςστολίζεις
τερείκοιτάει
τίνοςποιού;
τσ̌ιτσ̌εκόπονλουλουδάκι çiçek
φίλεμαφιλί
χαρί͜ειςχαρίζεις
ψαλαφάζητάει, αιτείται
Ολόξενη μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost