.
.
Ο Σιμούλτς κι ο Πόλιον

Η κόρη παντρείαν θέλ’

Η κόρη παντρείαν θέλ’
fullscreen
Η κόρη παντρείαν θέλ’,
λέγ’ν’ «ατέ -ν- επεντρόπ’σεν»
Να λελεύω σε, έλα!
Η εγάπ’ για τ’ ανθρώπ’ς έν’

Το ποτάμιν θολόν έν’,
τ’ εμόν τ’ αρνίν μικρόν έν’
Ση ποταμί’ την άκραν
τ’ αρνί μ’ φιλώ και δάκ’ α’

Τα τσ̌αρούχ̌ι͜α μ’ εγράσταν,
λάσκουμαι με τ’ ορτάρι͜α
Θεία μ’, η θαγατέρα σ’
μαραίν’ τα παλληκάρι͜α

Το απίδ’ ασ̌λαεύω,
την κόρη οξ̌αεύω
Μη χολιάσ̌κεσαι, θεία,
μετ’ ατέν μασχαρεύω

Έλα, τ’ εμόν παλάλα!
Γουρπάν’ σ’ εσόν το πόι!
Το καλόν τ’ απιδόπον
άρκον απλών’ και τρώει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άκρανάκρη, αρχή
ανθρώπ’ςανθρώπους
απίδ’απίδι, αχλάδι ἄπιον
απιδόποναχλαδάκι ἄπιον
άρκοναρκούδα
ασ̌λαεύωμπολιάζω, εγκεντρίζω δέντρο, μπαλώνω φθαρμένο ρούχο ή υπόδημα aşılamak
ατέαυτή
ατέναυτήν
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δάκ’δαγκώνω/ει
εγάπ’αγάπη
εγράστανφθάρηκαν, έλιωσαν γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επεντρόπ’σεναπέβαλλε την ντροπή, ξεθάρρεψε
εσόνδικός/ή/ό σου
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λέγ’ν’λένε
λελεύωχαίρομαι
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οξ̌αεύωχαϊδεύω okşamak
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παλάλατρελή
παντρείανπαντρειά, γάμο
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ποταμί’ποταμιού
χολιάσ̌κεσαιθυμώνεις, αγανακτάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άκρανάκρη, αρχή
ανθρώπ’ςανθρώπους
απίδ’απίδι, αχλάδι ἄπιον
απιδόποναχλαδάκι ἄπιον
άρκοναρκούδα
ασ̌λαεύωμπολιάζω, εγκεντρίζω δέντρο, μπαλώνω φθαρμένο ρούχο ή υπόδημα aşılamak
ατέαυτή
ατέναυτήν
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δάκ’δαγκώνω/ει
εγάπ’αγάπη
εγράστανφθάρηκαν, έλιωσαν γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επεντρόπ’σεναπέβαλλε την ντροπή, ξεθάρρεψε
εσόνδικός/ή/ό σου
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λέγ’ν’λένε
λελεύωχαίρομαι
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οξ̌αεύωχαϊδεύω okşamak
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παλάλατρελή
παντρείανπαντρειά, γάμο
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ποταμί’ποταμιού
χολιάσ̌κεσαιθυμώνεις, αγανακτάς
Η κόρη παντρείαν θέλ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost