.
.
Ελπίδα στην παράδοση

Άσπρεσσα άμον παπίν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Άσπρεσσα άμον παπίν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Άσπρεσσα άμον παπίν,
σα χ̌έρια τ’ς κρατεί λαήν’
Απ’ ατό νερόν που πίν’
πώς να ευτάει υπομονήν;
’σάν π’ ευτάει͜ ατεν καρήν
[όι, όι, όι] καρήν

Το τέρεμαν ατ’ς βαρύν,
τ’ ομματέας ατ’ς καρφίν
Τα στομόχ̌ειλα τουμπίν,
ψέν’ την πίστην σο πλακίν
Τα τσ̌αλίμι͜α πα ας είν’
[όι, όι, όι] ας είν’

Σο φιστάν’ να έμ’ κουμπίν,
σο ζωνάρ’ να έμ’ πλουμίν
Ας ευρίουμ’ σο ραχ̌ίν,
ας μ’ είχα μιγκίν, ζωήν
Ας έτον τ’ εμόν τ’ αρνίν
[όι, όι, όι] τ’ αρνίν

Σα μὲσα τ’ς εχ̌’ το ζωνάρ’
και τα λίρας σο κελάρ’
Και φωτάζ’ άμον φενέρ’,
’σάν ατόν ατέν που παίρ’,
αγγελόφτερα θα φέρ’!
[όι, όι, όι] θα φέρ’

Τα μαλλία τ’ς έν’ αγκάλ’
κι ο χορός ατ’ς πάει ομάλ’
Σο κιφάλ’ ακ̂ούλ’ ’κι βάλ’
και τερεί τ’ εμόν το χάλ’
Όλια, λέει, σ’ εμέν χαλάλ’
[όι, όι, όι] χαλάλ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγκάλ’αγκαλιά, μπόγος
ακ̂ούλ’μυαλό akıl
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άσπρεσσαάσπρη
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
είν’(για πληθ.) είναι
έμ’ήμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έτονήταν
ευρίουμ’βρισκόμουν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καρήνγυναίκα, σύζυγο karı
κελάρ’κελάρι κελλάριον<cellarium<cella
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κουμπίνκόμπος κόμβος
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λαήν’λαήνι, πήλινο δοχείο για υγρά και κυρίως για νερό lagena<λάγυνος
λίραςλίρες
μὲσα(τα) η μέση
μιγκίνπιθανός τρόπος, δυνατότητα mümkün/mumkin
όλιαόλα
ομάλ’ομαλό, ευθεία, πεδιάδα, ονομασία ποντιακού χορού
ομματέαςματιές, βλέμματα
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
πίν’πίνω/ει
πλακίνλίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος μαγειρέματος
πλουμίνκεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό σχέδιο, μτφ. στολίδι pluma
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
’σάν(νασάν) χαρά σε
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τερείκοιτάει
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τουμπίνύψωμα, λόφος tumba<τύμβος
τσ̌αλίμι͜αεπιδέξιες κινήσεις (σε χορό κ.ά.), σκέρτσα, καμώματα çalım
φενέρ’φανάρι, μικρό παλιού τύπου φωτιστικό fener<φανάριον<φανός
φέρ’φέρνω/ει
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
ψέν’ψήνω/ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγκάλ’αγκαλιά, μπόγος
ακ̂ούλ’μυαλό akıl
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άσπρεσσαάσπρη
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
είν’(για πληθ.) είναι
έμ’ήμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έτονήταν
ευρίουμ’βρισκόμουν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καρήνγυναίκα, σύζυγο karı
κελάρ’κελάρι κελλάριον<cellarium<cella
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κουμπίνκόμπος κόμβος
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λαήν’λαήνι, πήλινο δοχείο για υγρά και κυρίως για νερό lagena<λάγυνος
λίραςλίρες
μὲσα(τα) η μέση
μιγκίνπιθανός τρόπος, δυνατότητα mümkün/mumkin
όλιαόλα
ομάλ’ομαλό, ευθεία, πεδιάδα, ονομασία ποντιακού χορού
ομματέαςματιές, βλέμματα
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
πίν’πίνω/ει
πλακίνλίθινη πλάκα, αβαθές σκεύος μαγειρέματος
πλουμίνκεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό σχέδιο, μτφ. στολίδι pluma
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
’σάν(νασάν) χαρά σε
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τερείκοιτάει
τέρεμανβλέμμα, κοίταγμα, μτφ. φροντίδα
τουμπίνύψωμα, λόφος tumba<τύμβος
τσ̌αλίμι͜αεπιδέξιες κινήσεις (σε χορό κ.ά.), σκέρτσα, καμώματα çalım
φενέρ’φανάρι, μικρό παλιού τύπου φωτιστικό fener<φανάριον<φανός
φέρ’φέρνω/ει
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
ψέν’ψήνω/ει
Άσπρεσσα άμον παπίν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr