.
.
Με τοι φίλτς ι-μ’ εντάμαν

Ενέσπαλα το γέλος ι-σ’

Ενέσπαλα το γέλος ι-σ’
fullscreen
Ο ουρανόν ελίβωσεν
και η βρεχ̌ή εστάθεν
Αέτσ’ άμον το καρδόπο μ’
η χαρά -ν- ατ’ ντ’ εχάθεν

Η στράτα ντο εχώρτσε μας,
γιαβρί μ’, παρακαλώ σε
ποίσον ολίγον να κοντύν’
για ν’ απαροθυμώ σε

Ενέσπαλα το γέλος ι-σ’,
τ’ ομμάτι͜α σ’ τα πλουμία
Με τη φωτογραφία σου
παίρω παρηγορία

Και ’κ’ επορεί να καλατσ̌εύ’
άμον εσέν γλυκέα
Ν’ εβγάλ’ τ’ ανάσμαν τ’ έμνοστον
ντο έ͜εις σην ψ̌η σ’ βαθέα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανάσμανανάσα, αναπνοή
απαροθυμώαποβάλλω/ξεπερνάω τη νοσταλγία
βαθέαβαθιά
βρεχ̌ήβροχή
γέλοςγέλιο, περίγελος
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
έ͜ειςέχεις
εβγάλ’βγάλει
ελίβωσενσυννέφιασε
έμνοστοννόστιμο
ενέσπαλαξέχασα
επορείμπορεί
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
εχάθενχάθηκε
εχώρτσεχώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόποκαρδούλα
κοντύν’κονταίνει
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
παίρωπαίρνω
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανάσμανανάσα, αναπνοή
απαροθυμώαποβάλλω/ξεπερνάω τη νοσταλγία
βαθέαβαθιά
βρεχ̌ήβροχή
γέλοςγέλιο, περίγελος
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
έ͜ειςέχεις
εβγάλ’βγάλει
ελίβωσενσυννέφιασε
έμνοστοννόστιμο
ενέσπαλαξέχασα
επορείμπορεί
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
εχάθενχάθηκε
εχώρτσεχώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόποκαρδούλα
κοντύν’κονταίνει
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
παίρωπαίρνω
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ψ̌ηψυχή
Ενέσπαλα το γέλος ι-σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost