.
.
’Κι θυμάσ’ ατο ζαέρ

’Κι θυμάσ’ ατο ζαέρ

Στιχουργοί
Συνθέτες
’Κι θυμάσ’ ατο ζαέρ
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
’Κι θυμάσ’ ατο, ζαέρ·
έτονε τ’ εμόν το χ̌έρ’
Έπλωσα κι εδώκα σε
Όι, ν’ αηλί εμέν!
Επεκεί και υστερνά
καρδι͜άν, ψ̌ην κι άλλα πολλά,
έναν - έναν όλι͜α επέρες
Όι, ν’ αηλί εμέν!

Έτονε τ’ εμόν το χ̌έρ’
σο εξώπορτον τ’ Α’έρ’
ντο επρωτεδώκα σε
Ποδεδίζω σε!

Και ασ’ όλι͜α τ’ υστερνόν
αέτσ’ έτονε γραφτόν·
ξαν να δίγω σε το χ̌έρι μ’
Όι, ν’ αηλί εμέν!
Ήντζαν αγαπά, ζατί,
το χ̌ερόπον πρωτοδί’
και σο τέλος ξαν το χ̌έριν
Όι, ν’ αηλί εμέν!

Έτονε τ’ εμόν το χ̌έρ’
σο εξώπορτον τ’ Α’έρ’
ντο επρωτεδώκα σε
Ποδεδίζω σε!

Έτονε τ’ εμόν το χ̌έρ’
σο εξώπορτον τ’ Α’έρ’
ντο επρωτεδώκα σε
Ποδεδίζω σε!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ασ’από
δίγωδίνω
εδώκαέδωσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εξώπορτονεξώπορτα
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επέρεςπήρες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
επρωτεδώκαπρωτοέδωσα
έτονεήταν
ζαέρως φαίνεται, προφανώς, μάλλον zahiren<zahir/ẓāhir
ζατίεξάλλου zaten/ẕāten
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πρωτοδί’πρωτοδίνει
υστερνάκατοπινά, τελευταία
υστερνόνκατοπινό, τελευταίο, στερνό
χ̌έρ’χέρι
χ̌ερόπονχεράκι
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ασ’από
δίγωδίνω
εδώκαέδωσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εξώπορτονεξώπορτα
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επέρεςπήρες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
επρωτεδώκαπρωτοέδωσα
έτονεήταν
ζαέρως φαίνεται, προφανώς, μάλλον zahiren<zahir/ẓāhir
ζατίεξάλλου zaten/ẕāten
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πρωτοδί’πρωτοδίνει
υστερνάκατοπινά, τελευταία
υστερνόνκατοπινό, τελευταίο, στερνό
χ̌έρ’χέρι
χ̌ερόπονχεράκι
ψ̌ηνψυχή
’Κι θυμάσ’ ατο ζαέρ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr