.
.
Το όνερον

Το όνερον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Το όνερον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Απόψ’ είδα έναν όνερον
σην εγκάλια σ’ ευρέθα
και με τσ’ εγάπ’ς φιλέματα
γλυκέα -ν- εκοιμέθα

Θεέ μ’, ατό το όνερον
ας έν’ παντοτιζ’νόν -ι
Σα επουράνι͜α να πετώ
με το γιαβρίν τ’ εμόν -ι

Ενοίαν τ’ ομματόπα μου,
τ’ αρνί μ’ πουθέν ’κ’ ελέπω
Το κρεβατόπο μ’ άκλερον,
την ψ̌η μ’ πού κέσ’ να θέκω;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
γιαβρίνμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιααγκαλιά
εκοιμέθακοιμήθηκα
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
ευρέθαβρέθηκα
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρεβατόποκρεβατάκι
ομματόπαματάκια
όνερονόνειρο
παντοτιζ’νόνπαντοτινό
πουθένπουθενά
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φιλέματαφιλιά
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
γιαβρίνμωρό, μικρό, παιδί yavru
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιααγκαλιά
εκοιμέθακοιμήθηκα
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
ευρέθαβρέθηκα
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρεβατόποκρεβατάκι
ομματόπαματάκια
όνερονόνειρο
παντοτιζ’νόνπαντοτινό
πουθένπουθενά
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φιλέματαφιλιά
ψ̌ηψυχή
Το όνερον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr