.
.
Εσύ π’ αγαπάς με/Τα ξένα πώς εγάπεσες;

Τα ξένα πώς εγάπεσες;

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τα ξένα πώς εγάπεσες;
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Την ξενιτει͜άν εποίκες με
«αναθεμά» να λέγω
Τον ταχυδρόμον να τερώ
και γράμματα αναμένω

Έρ’ται το γράμμα, χ̌αίρουμαι,
τσερίζω και δεβάζω
Τ’ ομματόπα μ’ θολούντανε,
πονώ κι αναστενάζω

Πέ’ με πού εύρες το τακάτ’
κι εφέκες τα παιδία σ’;
Τα ξένα πώς εγάπεσες,
ντ’ άγνον έν’ η καρδία σ’;

Κανείται ντ’ εξενίτεψες,
κλώστ’ κι έλα σα παιδία σ’
Κανείται ντ’ έπες το φαρμάκ’
εσύ τη ξενιτείας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άγνοναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
δεβάζωδιαβάζω, περνάω, πηγαίνω κπ/κτ κάπου
εγάπεσεςαγάπησες
έν’είναι
έπεςήπιες
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εύρεςβρήκες
εφέκεςάφησες
θολούντανεθολώνουν
κανείταιφτάνει, είναι αρκετό
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
ντ’ άγνοντι περίεργο; τι αλλόκοτο; τι αξιοθαύμαστο;
ομματόπαματάκια
παιδίαπαιδιά
πέ’(προστ.) πες
τακάτ’δύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τερώκοιτώ
τσερίζωσκίζω
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άγνοναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
δεβάζωδιαβάζω, περνάω, πηγαίνω κπ/κτ κάπου
εγάπεσεςαγάπησες
έν’είναι
έπεςήπιες
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εύρεςβρήκες
εφέκεςάφησες
θολούντανεθολώνουν
κανείταιφτάνει, είναι αρκετό
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
ντ’ άγνοντι περίεργο; τι αλλόκοτο; τι αξιοθαύμαστο;
ομματόπαματάκια
παιδίαπαιδιά
πέ’(προστ.) πες
τακάτ’δύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τερώκοιτώ
τσερίζωσκίζω
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
Τα ξένα πώς εγάπεσες;

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr