
Βασίλειος Σούκας
Βασίλειος Σούκας
Ο Βασίλης Σούκας (Κομπότι Άρτας, 1931 – Αθήνα, 28 Ιουνίου 1993) υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και μια εμβληματική μορφή του κλαρίνου. Καταγόταν από την ιστορική μουσική οικογένεια των Σουκαίων ή «Σαγάνηδων», με βαθιές ρίζες στη δημοτική μας παράδοση: δισέγγονος του κλαριντζή Αναστασίου Σούκα (γενν. περ. 1800), εγγονός του βιολιτζή Θεοδώρου Σούκα και γιος του κλαριντζή Αναστάση (Τάσου) Σούκα. Ανήκε σε μια γενιά μουσικών που σφράγισε την ηπειρώτικη μουσική, έχοντας για αδέλφια τους επίσης δεξιοτέχνες Βαγγέλη και Κώστα Σούκα.
Από πολύ μικρός έδειξε το ταλέντο του. Σε ηλικία πέντε ετών μαθαίνει τα πρώτα του βήματα στο λαούτο, ακολουθώντας την οικογενειακή κομπανία. Στα δώδεκά του παίζει ήδη σαντούρι, κιθάρα και τσέμπαλο, ενώ αρχίζει να διδάσκεται κλαρίνο από τον Θανάση Νάτσικα. Μεγαλώνοντας μέσα στα πανηγύρια της Ηπείρου, διαμόρφωσε ένα παίξιμο πηγαίο και εκφραστικό, που συνδύαζε τη δεξιοτεχνία με το πάθος και τη βαθιά μελωδικότητα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε όλα τα μεγάλα δημοτικά κέντρα. Πολύ σύντομα απέκτησε δικό του χώρο διασκέδασης, τα «Γλυκοχαράματα» (πρώην «Πετροκότσυφας») στην πλατεία Καραϊσκάκη, γύρω από τα οποία συγκρότησε έναν θίασο σπουδαίων συνεργατών: τον Τάκη Καρναβά –με τον οποίο συνδέθηκε θρυλικά–, τη Γιούλα Κοτρώτσου, τον Αλέκο Κώστα, τη Σοφία Παπακώστα και τον Θανάση Βαρσαμά.
Παράλληλα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως τις αρχές του ’80 διετέλεσε μαέστρος και βασικός συντελεστής της εταιρείας Pan Vox του Μαρτέν Γκεσάρ, ηχογραφώντας πλήθος παραδοσιακών και νέων τραγουδιών με σημαντικούς ερμηνευτές του δημοτικού και λαϊκοδημοτικού χώρου. Οι ενορχηστρώσεις και τα παιξίματά του χαρακτηρίζονταν από γνώση, έμπνευση και βαθιά αίσθηση της παράδοσης, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση του λαϊκοδημοτικού ύφους που άνθισε εκείνη την εποχή.
Συνεργάστηκε με κορυφαίους τραγουδιστές, όπως ο Νίκος Σαραγούδας («Σκανδαλιάρα», 1967), ο Γιώργος Κούρτης («Ντελής παπάς λεβέντης», 1973), ο Θανάσης Βαρσαμάς, ο Χρήστος Φωτίου, ο Παναγιώτης Αθανασίου και η Παγώνα Χαλκιά, η Βάσω Χαρακίδα και άλλοι πολλοί. Σε κάθε του συνεργασία ξεχώριζε για τη φυσική αρχηγία, τη μουσική του καθαρότητα και την ικανότητά του να καθοδηγεί δημιουργικά τους υπόλοιπους μουσικούς.
Στη δισκογραφία του περιλαμβάνονται έργα-ορόσημα, όπως τα «Τραγούδια της λεβεντιάς» (1967), «Το κλαρίνο μου έχει κέφι» (1968), «Αντίλαλοι της υπαίθρου» (1973), «Δημοτικοί σκοποί με κλαρίνο» (1975), «Τραγουδάμε την Ήπειρο» (1977) και το «Η τέχνη του Αυτοσχεδιασμού» (1985), που θεωρείται αριστούργημα. Στον δίσκο αυτό, σε παραγωγή του Κώστα Γιανουλόπουλου (Praxis), ο Σούκας αποκαλύπτει την ουσία της ελληνικής μουσικής μέσα από αυτοσχεδιασμούς πάνω στους δρόμους Ουσάκ, Νιαβέντ, Σαμπάχ και Χιτζάζ, πλαισιωμένος μόνο από λαούτο και ταραμπούκα.
Η ανήσυχη φύση του τον οδήγησε να αναζητήσει νέες μουσικές διαστάσεις. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του μελέτησε βυζαντινή μουσική υπό τον ιεροψάλτη και μουσικοδιδάσκαλο Βασίλη Κατσιφή, μαθαίνοντας γραφή και ανάγνωση, και συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κυριάκο Σφέτσα, τον Ross Daly, τον Νίκο Τουλιάτο και άλλους, σε έργα που γεφύρωναν το παραδοσιακό με το σύγχρονο. Οι εμφανίσεις του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (1991 και 1993) σφράγισαν το τέλος μιας λαμπρής διαδρομής – έπαιζε πια με έναν μόνο πνεύμονα, αλλά με αμείωτη ψυχή.
Ο Βασίλης Σούκας άφησε πίσω του μια τεράστια κληρονομιά, πάνω από τέσσερις χιλιάδες ηχογραφήσεις και εκατοντάδες δικές του συνθέσεις. Το κλαρίνο του, δωρεά της συζύγου του Λίτσας στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων, αποτελεί σήμερα ιερό κειμήλιο μιας παράδοσης που εκείνος τίμησε όσο λίγοι.
album
Albums/Singles (1)
lyrics
Τραγούδια (2)
- Άγριον χαπάρ’ επέρα - Τη πατέρα η συμβουλή/Άγριον χαπάρ’ επέρα
- Τη πατέρα η συμβουλή - Τη πατέρα η συμβουλή/Άγριον χαπάρ’ επέρα
