
Σπύρος Γαλετσίδης
Σπύρος Γαλετσίδης
Ο Σπύρος Γαλετσίδης του Λάζαρου και της Κυριακής γεννήθηκε το 1922 στο χωριό Κοϊνίκ της επαρχίας Γαράσαρης, στον ιστορικό Πόντο. Το 1924, σε ηλικία μόλις ενάμιση έτους, ήρθε πρόσφυγας με την οικογένειά του στην Ελλάδα, ύστερα από τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στον Πλατανότοπο Καβάλας, όπου και ρίζωσαν.
Η μουσική μπήκε στη ζωή του Σπύρου από πολύ νωρίς. Σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών άρχισε να ασχολείται με τα πνευστά, ακολουθώντας τα χνάρια του θείου του Ιάκωβου, γνωστού μουσικού στη Γαράσαρη και μετέπειτα και στην Ελλάδα, ο οποίος έπαιζε λύρα και ζουρνά. Ο πατέρας του, Λάζαρος, έπαιζε νταούλι και συνόδευε στα γλέντια τόσο τον αδελφό του όσο και αργότερα τον ίδιο τον Σπύρο. Στο χωριό τους, τον Πλατανότοπο, αλλά και στα γύρω χωριά —Κοκκινόχωμα, Αμισιανά, Ελαιοχώρι, Κρηνίδες— τα ποντιακά γλέντια ήταν συχνά και αποτελούσαν σπουδαία κοινωνικά γεγονότα.
Ο Σπύρος αγαπούσε εξίσου τη λύρα και τον ζουρνά, δύο όργανα με ξεχωριστή θέση στην ποντιακή μουσική παράδοση. Για 35 ολόκληρα χρόνια τον συνόδευε στο νταούλι ο γιος του, Σταύρος, και στη συνέχεια τον διαδέχθηκε ο εγγονός του, Σπύρος, συνεχίζοντας έτσι την οικογενειακή μουσική παράδοση. Όπως επισημαίνει ο Σταύρος, ο πατέρας του υπήρξε πρότυπο για πολλούς νεότερους μουσικούς και «ξεσήκωνε τον κόσμο» με το μεράκι και την αυθεντικότητά του. Ήταν πάντοτε υπερασπιστής των γνήσιων ποντιακών ακουσμάτων και σταθερά προσηλωμένος στην αυθεντική ποντιακή μουσική έκφραση.
Σε μαρτυρία του ο ίδιος ο Σπύρος Γαλετσίδης εξιστορεί με βαθιά συγκίνηση τη διαδρομή της ζωής του:
«Γεννήθηκα στην Τουρκία, ο νομός μας ήταν η Κερασούντα, η επαρχία μας η Νικόπολη Γαράσαρη, το χωριό μου ήταν το Κοϊνίκι. [...] Ήρθαμε με πλοία και με κάρα, ήρθαμε εδώ και σκορπίσαμε δεξιά και αριστερά. [...] Ήρθαν τέσσερις Τούρκοι στρατιώτες να με πάρουν από την αγκαλιά της μάνας μου να με πετάξουν στη θάλασσα. Έλεγε η μάνα μου: ‘Σας παρακαλώ, στον κόσμο ένα παιδί έχω’. Τότε ήρθαν ο πατέρας και οι θείοι μου και τους έριξαν στη θάλασσα…»
Η ζωή του Σπύρου δεν ήταν εύκολη: έζησε την προσφυγιά, πολέμησε στον Εμφύλιο, βρέθηκε τρεις φορές κοντά στον θάνατο. Παρ’ όλα αυτά, η μουσική υπήρξε η σταθερά του και το φως σε όλες τις δυσκολίες. Ο ίδιος, μάλιστα, ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, γνώρισε πολλούς καλλιτέχνες και τους θεωρούσε «παιδιά» του, ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν.
Σε λόγο του αναφέρει με χαρακτηριστική ζωηρότητα:
«Από πέντε ξεκίνησα με ένα νταουλάκι, στα δεκατέσσερα έμαθα τουλούμ, στα δεκαέξι λύρα, στα δεκαοχτώ ζουρνά. Τώρα το επάγγελμά μου το κατέχει ο εγγονός μου που πήρε και το όνομά μου και τη χάρη μου». Και πιο κάτω, συμπληρώνει:
«Ο μουσικός όταν παίζει πρέπει να είναι σκέτο θέατρο, να τον βλέπει ο άλλος και να είναι στα καλά του. Βλέπεις εγώ τι κάνω; Αλλάζεις! Το όργανο μόλις παίζεις θα γίνεσαι αλλιώτικος».
Ο Σπύρος Γαλετσίδης υπήρξε μια εμβληματική μορφή της ποντιακής μουσικής της Γαράσαρης στην Ελλάδα. Με το ήθος, το μεράκι και τη μουσική του, υπηρέτησε με συνέπεια και πάθος την παράδοση, αφήνοντας πίσω του μια πολύτιμη κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει.
album
