.
.
Τη τουλουμί’ σ’ το παίξιμον/Έπαρ’ το καλαθόπο σου

Έπαρ’ το καλαθόπο σου

Στιχουργοί
Συνθέτες
Έπαρ’ το καλαθόπο σου
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Έπαρ’ το καλαθόπο σου,
ας πάμε σα χαμούφτας
Εγώ -ν- ας λύνω το σπαρέλ’ σ’
κι εσύ πέει «Νέπρε ντ’ ευτάς;»

Για δώστε με -ν- έναν μαχ̌αίρ’,
ας έν’ κι ακονεμένον
Θα κρούγω ατο σο καρδόπο μ’
το παραπονεμένον

Άμον ήλιος ολόλαμπρος
π’ εβγαίν’ ας σο ραχ̌ίν-ι
Αέτσ’ εβγαίν’ς κι ας σ’ οσπίτι σ’
και καί͜εις τ’ εμόν την ψ̌ην-ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
ακονεμένονακονισμένο/η
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εβγαίν’βγαίνει
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
καλαθόποκαλαθάκι
καρδόποκαρδούλα
κρούγωχτυπώ κρούω
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πέει(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
χαμούφταςφράουλες
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
ακονεμένονακονισμένο/η
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εβγαίν’βγαίνει
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
καλαθόποκαλαθάκι
καρδόποκαρδούλα
κρούγωχτυπώ κρούω
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πέει(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
χαμούφταςφράουλες
ψ̌ηνψυχή
Έπαρ’ το καλαθόπο σου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr