.
.
’12 και ’41/Ξενιτειά, παναθεμά σε

’12 και ’41

Στιχουργοί
Συνθέτες
’12 και ’41
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Έρθανε σο νου μ’ κι εδέβαν
τα παλιά εκείνα χρόνα̤,
του σαράντα έναν η πείνα
και του δώδεκα τα πόνα̤

Έρημα έταν τα χωρία,
εύκαιρα τα πολιτείας
Μα του Έλληνα η καρδία
γεννημένον για θυσίας

Ένα βούραν παλληκάρα̤
αντιστάθαν σον εχθρόν
Μ’ ένα στόμαν είπανε «όχι!»,
ατό έτονε σωστόν

Επολέμεσαν γενναία,
τον όρκον ’κ’ επάτεσαν
Ας σα ελληνικά εδάφη
τον εχθρόν εχάτεψαν

Έρημα έταν τα χωρία,
εύκαιρα τα πολιτείας
Μα του Έλληνα η καρδία
γεννημένον για θυσίας

Ένα βούραν παλληκάρα̤
αντιστάθαν σον εχθρόν
Μ’ ένα στόμαν είπανε «όχι!»,
ατό έτονε σωστόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
επάτεσανπάτησαν
επολέμεσανπολέμησαν, μτφ. προσπάθησαν
έρθανεήρθαν
έτανήταν
έτονεήταν
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
εχάτεψανέδιωξαν atmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πόνα̤(αιτ.) πόνοι, πόνους
χρόνα̤χρόνια
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
επάτεσανπάτησαν
επολέμεσανπολέμησαν, μτφ. προσπάθησαν
έρθανεήρθαν
έτανήταν
έτονεήταν
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
εχάτεψανέδιωξαν atmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πόνα̤(αιτ.) πόνοι, πόνους
χρόνα̤χρόνια
χωρίαχωριά
’12 και ’41

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr