.
.
Ποντιακός γάμος

Ποντιακός γάμος (Α)

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ποντιακός γάμος (Α)
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
-Και τώρα αρχίζει ο ποντιακός γάμος
-Παιδία, παίξτε να φορίζομε τη νύφεν!

♫

Φορέστε͜ ατην, σ̌κεπάστε͜ ατην,
εμείς αγληγορούμε
Τ’ οσπίτ’ν ατ’ς έν’ πολλά μικρόν,
απέσ’ πα ’κ’ εχωρούμε

-Παιδία, αγληγορέστεν! Παίξτεν!
Αηλί που ’κ’ ευρέθεν! Αηλί που ’κ’ ευρέθεν!
-Για ας πίνομε ένα ρακί! Γεια μας! 
-Στην υγεία!
-Απόψ’ ους να μερών’ θα χορεύομε μέχρι τη Δευτέρα το πρωί!
Θα σπά͜ει δύο κοσσάρας, τ’ έναν θα τρώω εγώ, τ’ άλλο μη χάντς, εσύ πα θα τρως!
- Η κουμπάρα, η κουμπάρτσα τ’ άλλο. Πρώτα ο γαμπρόν και ύστερα η κουμπάρα τρώει.
- Εσέν πα θα φάζ’ το χαβίτσ’
Να σταματήσουν τα όργανα, πάμε στην εκκλησία

-Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν
Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού, Κώτσ̌ον, με τη δούλην του Θεού, Συμέλα. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν

-Να ζήσουνε!
-Να ζήσουνε!
-Πάντα άξια η κουμπάρα!
-Καλορίζικοι να είστουνε
-Συμπέθερε, συμπέθερε, να ζούνε σας
-Τα όργανα, παιδία!
-Φέρτε τα όργανα!
-Ους τη Δευτέρα το πρωί θα χορεύω. Θα χορεύω ένα Τικ, Κότσαρι
-Να ζήσουνε!
-Να ζούνε! Κι η κουμπάρα, κι η κουμπάρα να ζει!
-Αγαπώ έναν κορίτσ’, αγαπώ έναν κορίτσ’, απόψ’ όπου να έν’ θα έρ’ται. Ας σ’ άλλ’ το χωρίον θα έρ’ται, όπου να είναι θα έρ’ται
-ΧΧΧ
-ΧΧΧ
-ΧΧΧ
-Όλια τα προξενίας, όλια τα προξενίας εγώ εποίκα ’τα. Όλια τα προξενίας!
-Παιδία, παίξτεν! Αγληγορέστεν, παίξτεν!
-Χάιτε αγλήγορα, αγλήγορα, παιδία!
-Τα όργανα μέρ’ είν’; Για ας εβγών’ν οξ̌ωκά, θα χορεύ’ η νύφε με τοι συμπεθέρες
-Ατώρα έχομε ΧΧΧ τρώγομε
-ΧΧΧ ομάλι͜α-ομάλι͜α βάλτε
-Ατώρα τρώγομε, θα έρχουμες ατώρα. Φέρ’τε δύο καρέκλας ας κάθουμες οξ̌ουκά
-Ν’ αηλί που ’κ’ ευρέθεν! Σο ποδάρ’!
-ΧΧΧ
-ΧΧΧ

♫

-Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρόν! Να ζούνε σαν τα ψηλά τα βουνά! Να ζούνε!

Λαλώ, λαλώ και ’κι λαλείς,
να κόφκετ’ η λαλία σ’
Ας σον Θεό σ’ να ’βρήκ’ς ατο
κι ας σην περηφανεία σ’

-ΧΧΧ

Πάντα λες, πάντα γελάς [πουλί μ’]
σο πεγάδ’ όντες θα πας
Τα παλληκάρα̤ κομπώντς [γιάβρι μ’/πουλί μ’]
και χωρίς σειρά γομώντς

ΧΧΧ για έλα αδακά σουμά μ’

Εγώ αγαπώ σε κι έρχουμαι
κι εσύ παραμερί͜εις με
Ντόσιλεγον καρδόπον έ͜εις
σίτα̤ γελώ κλαινί͜εις με;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγλήγοραγρήγορα
αγληγορούμεβιαζόμαστε
αδακάεδώ κόντα
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
’βρήκ’ς(ευρήκ’ς) βρίσκεις
γιάβριμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομώντςγεμίζεις
έ͜ειςέχεις
είν’(για πληθ.) είναι
είστουνεείστε
έν’είναι
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
έρχουμαιέρχομαι
έρχουμεςερχόμαστε
ευρέθενβρέθηκε
έχομεέχουμε
εχωρούμεχωράμε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουμεςκαθόμαστε
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
Κότσαριονομασία ποντιακού χορού
λαλείςβγάζεις λαλιά, καλείς, αποκαλείς, προσκαλείς, οδηγείς
λαλίαλαλιά, φωνή
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ντόσιλεγοντί λογής;
νύφενύφη
νύφεννύφη
όλιαόλα
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
όντεςόταν
οξ̌ουκάέξω
οξ̌ωκάέξω
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
παίξτεν(προστ.) παίξτε
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πεγάδ’βρύση
πίνομεπίνουμε
ποδάρ’πόδι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
προξενίαςπροξενιά, συνοικέσια
ρακίαλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουμάκοντά
τοιτους/τις
τρώγομετρώμε
φάζ’ταΐζω/ει
φορέστε(προστ.) ντύστε
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
χορεύ’χορεύω/ει
χορεύομεχορεύουμε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγλήγοραγρήγορα
αγληγορούμεβιαζόμαστε
αδακάεδώ κόντα
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
’βρήκ’ς(ευρήκ’ς) βρίσκεις
γιάβριμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομώντςγεμίζεις
έ͜ειςέχεις
είν’(για πληθ.) είναι
είστουνεείστε
έν’είναι
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
έρχουμαιέρχομαι
έρχουμεςερχόμαστε
ευρέθενβρέθηκε
έχομεέχουμε
εχωρούμεχωράμε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουμεςκαθόμαστε
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
Κότσαριονομασία ποντιακού χορού
λαλείςβγάζεις λαλιά, καλείς, αποκαλείς, προσκαλείς, οδηγείς
λαλίαλαλιά, φωνή
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ντόσιλεγοντί λογής;
νύφενύφη
νύφεννύφη
όλιαόλα
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
όντεςόταν
οξ̌ουκάέξω
οξ̌ωκάέξω
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
παίξτεν(προστ.) παίξτε
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πεγάδ’βρύση
πίνομεπίνουμε
ποδάρ’πόδι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
προξενίαςπροξενιά, συνοικέσια
ρακίαλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουμάκοντά
τοιτους/τις
τρώγομετρώμε
φάζ’ταΐζω/ει
φορέστε(προστ.) ντύστε
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
χορεύ’χορεύω/ει
χορεύομεχορεύουμε
Ποντιακός γάμος (Α)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr