.
.
Επιτραπέζιον/Τρυγόνα

Επιτραπέζιον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Επιτραπέζιον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τα χτήνι͜α εξέβαν σο παρχάρ’
θ’ αλμέ͜ει η παρχαρέτ’σσα
Εγώ να ποδεδίζ’ ατεν,
ατέ έτον Κρωμέτ’σσα

Το τσιγάρο μ’ άφτ’ ατο¹
φτύζω και νεβζήν’ ατο¹
Τ’ αρνόπο μ’ κοιμίζ’ ατο,
φιλώ και γνεφίζ’ ατο

Για σ̌ύριξον τα πρόατα σ’,
άλμεξον σην εβόραν
’Κχ̌ύσον το γάλαν σο ποτάμ’,
φαρμάκωσον τη χώραν

Αέτσ’ άλλο καλόν έν’,
[ψ̌η μ’] τ’ εγκαλόπο σ’ αλών’ έν’
Εφίλεσα το μαγ’λόπο σ’,
ας σ’ εμόν τρυφερόν έν’

Οπέρτς έμ’νε, αρνί μ’, καλά,
οφέτος τσ̌ουπ εχάθα
Επάτεψα σην θάλασσαν,
αρνί μ’, άλλο ’κ’ εφάνθα

Έλα πάμ’ σα κάστανα,
κάστανα σερεύομε
Σεπεπί τη καστανί’
εμείς μασχαρεύομε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αλμέ͜ειαρμέγει
άλμεξον(προστ.) άρμεξε
αλών’αλώνι
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατέαυτή
ατεναυτήν
άφτ’ανάβω/ει
γνεφίζ’(αμετάβ.) ξυπνάω/ει, (μεταβατ.) αφυπνίζω/ει
εβόρανσκιά
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
έμ’νεήμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εξέβανβγήκαν
επάτεψαβυθίστηκα, βούλιαξα, μτφ. έδυσα, μτφ. κατέρρευσα, μτφ. χρεωκόπησα batmak
έτονήταν
εφάνθαφάνηκα
εφίλεσαφίλησα
εχάθαχάθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καστανί’κάστανων
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μαγ’λόπομαγουλάκι magulum
μασχαρεύομεαστειευόμαστε, διακωμωδούμε maskara/masḫara
νεβζήν’σβήνω/ει κτ
οπέρτςπέρυσι
οφέτοςφέτος
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποτάμ’ποτάμι
πρόαταπρόβατα
σεπεπίεξαιτίας, λόγω, εξ αφορμής sebep/sebeb
σερεύομεμαζεύουμε, συγκεντρώνουμε σωρεύω
σ̌ύριξον(προστ.) σφύριξε, κάλεσε σφυρίζοντας
τσ̌ουπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
φτύζωφτύνω
χτήνι͜ααγελάδες
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αλμέ͜ειαρμέγει
άλμεξον(προστ.) άρμεξε
αλών’αλώνι
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατέαυτή
ατεναυτήν
άφτ’ανάβω/ει
γνεφίζ’(αμετάβ.) ξυπνάω/ει, (μεταβατ.) αφυπνίζω/ει
εβόρανσκιά
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
έμ’νεήμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εξέβανβγήκαν
επάτεψαβυθίστηκα, βούλιαξα, μτφ. έδυσα, μτφ. κατέρρευσα, μτφ. χρεωκόπησα batmak
έτονήταν
εφάνθαφάνηκα
εφίλεσαφίλησα
εχάθαχάθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καστανί’κάστανων
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μαγ’λόπομαγουλάκι magulum
μασχαρεύομεαστειευόμαστε, διακωμωδούμε maskara/masḫara
νεβζήν’σβήνω/ει κτ
οπέρτςπέρυσι
οφέτοςφέτος
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποτάμ’ποτάμι
πρόαταπρόβατα
σεπεπίεξαιτίας, λόγω, εξ αφορμής sebep/sebeb
σερεύομεμαζεύουμε, συγκεντρώνουμε σωρεύω
σ̌ύριξον(προστ.) σφύριξε, κάλεσε σφυρίζοντας
τσ̌ουπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
φτύζωφτύνω
χτήνι͜ααγελάδες
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ψ̌ηψυχή
Επιτραπέζιον
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να λέει «ψήν’ ατο» και «νεβήζ’ ατο»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr