.
.
Τα παράδες ντό θ’ ευτάς/Χασαποσέρβικο

Τα παράδες ντό θ’ ευτάς

Στιχουργοί
Συνθέτες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τα παράδες ντό θ’ ευτάς;
τέρεν κι όλι͜α να μασάς
Εκεί σον κόσμον που θα πας
’κι δα̤βαίν’ ξαν ο παράς
Αχ, Βάσω! Αχ, Βάσω!
’κι δα̤βαίν’ ξαν ο παράς

Έκαψες τ’ εμόν την ψ̌ην,
έσπρυνες και το μαλλί μ’
Το αίμα μ’ έντον νερόν,
αναστενάζω ους να μερών’
Αχ, Βάσω! Αχ, Βάσω!
αναστενάζω ους να μερών’

Ορφανός σην ξενιτείαν,
είν’ κομμένα τα φτερά μ’
Η ψ̌η μ’ έχ̌’ τρανόν γεράν,
’κι λαρούται, ’κι αποθάν’
Άι, Βάσω! Άι, Βάσω!
’κι λαρούται, ’κι αποθάν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αποθάν’πεθαίνει
γεράνπληγή, τραύμα yara
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έντονέγινε
έσπρυνεςάσπρισες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ξανπάλι, ξανά
ουςως, μέχρι
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
τέρεν(προστ.) κοίταξε
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αποθάν’πεθαίνει
γεράνπληγή, τραύμα yara
δα̤βαίν’(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έντονέγινε
έσπρυνεςάσπρισες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ξανπάλι, ξανά
ουςως, μέχρι
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
τέρεν(προστ.) κοίταξε
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr