.
.
Μια βραδιά στο «Κορτσόπον»

Τσ̌ιτσ̌έκι μ’ χ̌ιλι͜οπλούμιστον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τσ̌ιτσ̌έκι μ’ χ̌ιλι͜οπλούμιστον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τσ̌ιτσ̌έκι μ’, χ̌ιλι͜οπλούμιστον
σκουντουλί͜εις ευωδίας
Γαϊτάνια είν’ τ’ οφρυδόπα σ’
και χρυσά τα μαλλία σ’

Τρώει ο λύκον, τρώει ο λύκον
τη Σαντέτ’σσας το μικρίκον
Πόσα βραδάς εμόνασες
εμέν τον Αλεξίκον

Ας σα χ̌είλι͜α σ’ κρεμάγουμαι
όντες ανοί͜εις το στόμα σ’
Να έπλανε με ο Θεόν
έναν βραδήν σο δώμα σ’

’Μώ σε, ’μώ σε, νε καμέντσα,
(α)νάθεμα σε, καψαλάκ’!¹
Ευρήκ’ς αΐκα μαγ’λόπα
και ’κ’ εγροικάς να δάκ’ς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκατέτοια/ες
ανοί͜ειςανοίγεις
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βραδάςβράδια
βραδήνβράδυ
γαϊτάνιαέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
δάκ’ςδαγκώνεις
δώμαοριζόντια σκεπή σπιτιού
εγροικάςκαταλαβαίνεις
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έπλανεέπλαθε, δημιουργούσε, εμφάνιζε
ευρήκ’ςβρίσκεις
ευωδίαςευωδίες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμέντσακαμένη
καψαλάκ’(γεν. & αιτ.) ηλίθιο, ανόητο (κλητ.) ηλίθιε, ανόητε
κρεμάγουμαικρέμομαι
μαγ’λόπαμαγουλάκια magulum
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
όντεςόταν
οφρυδόπαφρυδάκια
σκουντουλί͜ειςευωδιάζεις, μοσχοβολάς
τσ̌ιτσ̌έκιλουλούδι çiçek
χ̌ιλι͜οπλούμιστονχιλιοστολισμένο, πολύχρωμο
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκατέτοια/ες
ανοί͜ειςανοίγεις
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βραδάςβράδια
βραδήνβράδυ
γαϊτάνιαέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
δάκ’ςδαγκώνεις
δώμαοριζόντια σκεπή σπιτιού
εγροικάςκαταλαβαίνεις
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έπλανεέπλαθε, δημιουργούσε, εμφάνιζε
ευρήκ’ςβρίσκεις
ευωδίαςευωδίες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμέντσακαμένη
καψαλάκ’(γεν. & αιτ.) ηλίθιο, ανόητο (κλητ.) ηλίθιε, ανόητε
κρεμάγουμαικρέμομαι
μαγ’λόπαμαγουλάκια magulum
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
όντεςόταν
οφρυδόπαφρυδάκια
σκουντουλί͜ειςευωδιάζεις, μοσχοβολάς
τσ̌ιτσ̌έκιλουλούδι çiçek
χ̌ιλι͜οπλούμιστονχιλιοστολισμένο, πολύχρωμο
Τσ̌ιτσ̌έκι μ’ χ̌ιλι͜οπλούμιστον
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να τραγουδάει πιθ. εκ παραδρομής «καψαλάρ’»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost