.
.
Ποντιακή παράδοση

Τερέστεν τ’ ομματόπα μου

Τερέστεν τ’ ομματόπα μου
fullscreen
Τερέστεν τ’ ομματόπα μου
ντο έσταξαν τον τόπον
Εκεί χορτάρ’ ’κ’ εφύτρωσεν,
εξέβεν τσ̌ιτσ̌εκόπον

’Κατήβασες με στο θεμέλ’,
τ’ οσπίτι μ’ επεδράντσες
Το βίο μ’ όλον έφαες,
εμέναν πα ορφάντσες

Όλια τση γης τα υπάρχοντα
σ’ ομμάτι͜α μ’ είν’ χοχόλια
’Κ’ επόρεσα να λέγω σας
τη καρδίας ι-μ’ όλια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
είν’(για πληθ.) είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεδράντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
επόρεσαμπόρεσα
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τσητης
τσ̌ιτσ̌εκόπονλουλουδάκι çiçek
χορτάρ’χορτάρι
χοχόλιασκουπίδια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
είν’(για πληθ.) είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεδράντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
επόρεσαμπόρεσα
έφαεςέφαγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τσητης
τσ̌ιτσ̌εκόπονλουλουδάκι çiçek
χορτάρ’χορτάρι
χοχόλιασκουπίδια
Τερέστεν τ’ ομματόπα μου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost