.
.
Πόντος, οψέ, οσήμερον και πάντα

Ετράνυνες, επλάτυνες

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ετράνυνες, επλάτυνες
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ετράνυνες, επλάτυνες
το αίμαν θα φουρκί͜ει σε
Πουλί μ’, τη μάνα σ’ πέ’ ατεν
μετ’ εμέναν ν’ αντρί͜ει σε

Έλα να ποδεδίζω σε,
έλα να ποδεδί͜εις με
Τ’ εμόν η ψ̌η ολίγον έν’
[ανόμοτον!]
εβγαίν’ κι άλλο ’κ’ ευρήκ’ς με

Ήλιε μ’, ας σην ανατολήν,
τσ̌ιτσ̌έκ’ ας σα παχτσ̌έδες,
σ’ έρημον το καρδόπο μου
πώς έσ̌κισες κι εσέβες;

Έλα να ποδεδίζω σε,
έλα να ποδεδί͜εις με
Τ’ εμόν η ψ̌η ολίγον έν’
[εκάψες με!]
εβγαίν’ κι άλλο ’κ’ ευρήκ’ς με

Άμον ήλιος εφώταξες,
άμον αέρα εδέβες
Άλλο ’κ’ εκαλωσόρτσες με,
εμέν πώς επιδέβες;

Έλα να ποδεδίζω σε,
έλα να ποδεδί͜εις με
Τ’ εμόν η ψ̌η ολίγον έν’
[ασ’χώρετον!]
εβγαίν’ κι άλλο ’κ’ ευρήκ’ς με

Ήλιε μ’, ας σην ανατολήν,
τσ̌ιτσ̌έκ’ ας σα παρχάρι͜α,
πέταξον κι έλα κόνεψον
σ’ έρημον την εγκάλια μ’

Έλα να ποδεδίζω σε,
έλα να ποδεδί͜εις με
Τ’ εμόν η ψ̌η ολίγον έν’
[εμάντσες με!]
εβγαίν’ κι άλλο ’κ’ ευρήκ’ς με

Σα χαμελά κρούει τη βρεχ̌ήν/
Σα χαμελά τσ̌ισ̌ελεεύ’¹
και σα ψηλά εχ̌ι͜όντσεν
Έλα -ν- ας γίνουμες ζευγάρ’
απ’ έμπρου χ̌ειμωγκόντς έν’

Έλα να ποδεδίζω σε,
έλα να ποδεδί͜εις με
Τ’ εμόν η ψ̌η ολίγον έν’
[ν’ αηλί εμέν!]
εβγαίν’ κι άλλο ’κ’ ευρήκ’ς με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανόμοτοναυτό που δεν υπακούει στο νόμο, άνομο
αντρί͜ειαντρίζει, βρίσκει άντρα, παντρεύει την κόρη του
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατεναυτήν
βρεχ̌ήνβροχή
γίνουμεςγινόμαστε
εβγαίν’βγαίνει
εγκάλιααγκαλιά
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
εκαλωσόρτσεςκαλωσόρισες
εμάντσεςμαύρισες/μουντζούρωσες από την καπνιά, κατέστρεψες, κατέκαψες μέχρι καπνιάς
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπρουεμπρός, μπροστά
έν’είναι
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εσέβεςμπήκες
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ευρήκ’ςβρίσκεις
εφώταξεςφώτισες, έλαμψες
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κρούειχτυπάει κρούω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ολίγονλίγο
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παχτσ̌έδεςκήποι, περιβόλια bahçe/bāġçe
πέ’(προστ.) πες
πέταξον(προστ.) πέταξε
ποδεδί͜εις(ενεργ. και μέση) χαίρεσαι, απολαμβάνεις, προσκυνάς από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τσ̌ισ̌ελεεύ’ψιχαλίζει çiselemek
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
φουρκί͜ειπνίγει
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χαμελάχαμηλά
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανόμοτοναυτό που δεν υπακούει στο νόμο, άνομο
αντρί͜ειαντρίζει, βρίσκει άντρα, παντρεύει την κόρη του
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατεναυτήν
βρεχ̌ήνβροχή
γίνουμεςγινόμαστε
εβγαίν’βγαίνει
εγκάλιααγκαλιά
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
εκαλωσόρτσεςκαλωσόρισες
εμάντσεςμαύρισες/μουντζούρωσες από την καπνιά, κατέστρεψες, κατέκαψες μέχρι καπνιάς
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπρουεμπρός, μπροστά
έν’είναι
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εσέβεςμπήκες
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ευρήκ’ςβρίσκεις
εφώταξεςφώτισες, έλαμψες
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κρούειχτυπάει κρούω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ολίγονλίγο
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παχτσ̌έδεςκήποι, περιβόλια bahçe/bāġçe
πέ’(προστ.) πες
πέταξον(προστ.) πέταξε
ποδεδί͜εις(ενεργ. και μέση) χαίρεσαι, απολαμβάνεις, προσκυνάς από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τσ̌ισ̌ελεεύ’ψιχαλίζει çiselemek
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
φουρκί͜ειπνίγει
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χαμελάχαμηλά
ψ̌ηψυχή
Ετράνυνες, επλάτυνες
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «σ̌ισ̌ελεεύ’»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr