.
.
Πόντος, οψέ, οσήμερον και πάντα

Είνας θείαν, είνας θείαν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Είνας θείαν, είνας θείαν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Είνας θείαν, είνας θείαν
έχ̌’ έμορφον κορτσόπον
Φορίζ’ και -ν- αναλλάζ’ α̤το
και τυρα̤ννίζ’ το ψ̌όπο μ’

Τ’ αρνί μ’ εσ’κώθεν να χορεύ’
απάν’ σην τραγωδία μ’
Να είχα και να εφίλ’να ’το
αρ’ μίαν κι αλλομίαν

Τ’ αρνί μ’ εσέβεν σο χορόν,
σεβτι͜άν καπατεμένον
Με τη Χριστού το δάχτυλον
πώς έν’ ζωγραφισμένον!

Τα ψ̌ήα τ’ς άμον το γάλαν
ντο ’κχ̌ύν’νε σο καρσάνι
Και μετ’ ατό που ξημερών’
τη μάναν ατ’ νασάν -ι

Το πόι σ’ απ’ αδά κι απάν’
ίσον άμον ιτέαν
Ατού σ’ άσπρα τα ψ̌όπα σου
θα χτίζω έναν φωλέαν/
χρωστώ έναν δοντέαν

Η ψ̌η μ’ απάν’ ι-μ’ ’κ’ εχωρεί,
σ’ έναν τόπον ’κι στέκω
Συντρομάζ’νε τα γόνατα μ’
εσέν όντες ελέπω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αλλομίανάλλη μια φορά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλάζ’φοράει τα καλά/γιορτινά ρούχα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
δοντέανίχνος δαγκώματος, δάγκωμα
είναςένας/μία
ελέπωβλέπω
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εσέβενμπήκε
εσ’κώθενσηκώθηκε
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
εχωρείχωράει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
καρσάνιαβαθής σκάφη που έριχναν το γάλα και μάζευαν μετά το καϊμάκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
’κχ̌ύν’νεεκχύνουν, χύνουν, εκβάλλουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μίανμια φορά
νασάνχαρά σε
όντεςόταν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σεβτι͜άνέρωτα, αγάπη sevda/sevdā
συντρομάζ’νετρέμουνε ολόκληροι/ες/α
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τραγωδίατραγούδι
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
φορίζ’φοράει κτ σε κπ, ντύνει
φωλέανφωλιά
χορεύ’χορεύω/ει
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όπαψυχούλες
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αλλομίανάλλη μια φορά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλάζ’φοράει τα καλά/γιορτινά ρούχα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
δοντέανίχνος δαγκώματος, δάγκωμα
είναςένας/μία
ελέπωβλέπω
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εσέβενμπήκε
εσ’κώθενσηκώθηκε
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
εχωρείχωράει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
καρσάνιαβαθής σκάφη που έριχναν το γάλα και μάζευαν μετά το καϊμάκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
’κχ̌ύν’νεεκχύνουν, χύνουν, εκβάλλουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μίανμια φορά
νασάνχαρά σε
όντεςόταν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σεβτι͜άνέρωτα, αγάπη sevda/sevdā
συντρομάζ’νετρέμουνε ολόκληροι/ες/α
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τραγωδίατραγούδι
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
φορίζ’φοράει κτ σε κπ, ντύνει
φωλέανφωλιά
χορεύ’χορεύω/ει
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όπαψυχούλες
ψ̌όποψυχούλα
Είνας θείαν, είνας θείαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr