.
.
fullscreen
Η σ̌ιταντάνα ’χόρευεν,
τ’ αντζία τ’ς άν’ ’κ’ επαίρ’νεν
Τα περπεντούλια ’σείουσαν
κι άμον κερβάνα επέγ’νεν

Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!
Λελεύω σε, κερβάνα μ’!
Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!

Έλα να ποδεδίζω σε,
Αε-Σερί’ πουλόπον!
Τ’ εμόν εγκάλι͜αν έγρασεν
τ’ εσόν το σπαρελόπον

Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!
Λελεύω σε, κερβάνα μ’!
Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!

Αν ερωτά σε η μανίκα σ’,
πέ’ ατέναν «Ελάσκουμ’!
Μετ’ έναν νέικον παλληκάρ’
εγώ επαιχνιδι͜άσκουμ’!»

Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!
Λελεύω σε, κερβάνα μ’!
Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!

Κόρη, τα ζα ντ’ ερίαζες
απέσ’ έναν μοζόπον
Έτρεχ̌ες απ’ οπίσ’ ατουν
αρ’ άμον καρπουζόπον

Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!
Λελεύω σε, κερβάνα μ’!
Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αε-Σερί’του αϊ-Σέργιου ή αϊ-Γιώργη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αντζίαπόδια, μηροί
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατέναναυτήν
ατουντους
εγκάλι͜αναγκαλιά
έγρασενέφθειρε, έλιωσε γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
ελάσκουμ’περιφερόμουν, τριγύριζα, περιπλανιόμουν ἀλάομαι/ηλάσκω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επαίρ’νενέπαιρνε
επαιχνιδι͜άσκουμ’ξεκινούσα το παιχνίδι
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
ερίαζεςπρόσεχες, φυλούσες, επέβλεπες
ερωτάρωτάει
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαζώα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερβάναη αγελάδα που προπορεύεται της αγέλης kervan/kārbān=καραβάνι
λελεύωχαίρομαι
μανίκαμανούλα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μοζόπονμικρή δαμαλίδα, αγελαδίτσα
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νέικοννέο, νεαρό
οπίσ’πίσω
πέ’(προστ.) πες
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πουλόπονπουλάκι
’σείουσαν(εσείουσαν) σείονταν
σ̌ιταντάνααυτή που τραντάζεται, σείεται ολόκληρη πιθ. εκ του (επιτατ.) συν+τανταλίζω
σπαρελόπον(υποκορ.) μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αε-Σερί’του αϊ-Σέργιου ή αϊ-Γιώργη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αντζίαπόδια, μηροί
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατέναναυτήν
ατουντους
εγκάλι͜αναγκαλιά
έγρασενέφθειρε, έλιωσε γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
ελάσκουμ’περιφερόμουν, τριγύριζα, περιπλανιόμουν ἀλάομαι/ηλάσκω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επαίρ’νενέπαιρνε
επαιχνιδι͜άσκουμ’ξεκινούσα το παιχνίδι
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
ερίαζεςπρόσεχες, φυλούσες, επέβλεπες
ερωτάρωτάει
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαζώα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερβάναη αγελάδα που προπορεύεται της αγέλης kervan/kārbān=καραβάνι
λελεύωχαίρομαι
μανίκαμανούλα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μοζόπονμικρή δαμαλίδα, αγελαδίτσα
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νέικοννέο, νεαρό
οπίσ’πίσω
πέ’(προστ.) πες
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πουλόπονπουλάκι
’σείουσαν(εσείουσαν) σείονταν
σ̌ιταντάνααυτή που τραντάζεται, σείεται ολόκληρη πιθ. εκ του (επιτατ.) συν+τανταλίζω
σπαρελόπον(υποκορ.) μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
External photo
Η σ̌ιταντάνα
Σημειώσεις
Φωτ. Περπενδούλια (perpendula) από ψηφιδωτό και εικόνα βυζαντινής εποχής.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost