.
.
Παραδοσιακά τραγούδια του Πόντου Νο5

Τα παπουτσ̌όπα σ’

Τα παπουτσ̌όπα σ’
fullscreen
Τα παπουτσ̌όπα σ’ έγρασες,
θα παίρω σε γενία
Εσύ τον άντρα σ’ αγάπα,
εμέν πα λιμενία

Πουλί μ’, και -ν- ατό το σπαρέλ’ σ’
ντ’ έμορφα κοκκινίζει;
Κλώσον ατο τ’ απάν’ αφκά,
την καρδι͜ά μ’ τυρρανίζει

Τον άντρα σ’ τορπαλάεψον
και δος ατόν χορτάρι͜α
Και στείλον ατον σον παρχάρ’,
ας ωρι͜άζ’ τα μουσκάρι͜α

Έλυνα το σπαρέλ’ν εθε,
έλεεν «λίου-λίου»
Ο πρόσωπον εφώταζεν
αρ’ άμον του ηλίου
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφκάκάτω
γενίακαινούρια yeni
δοςδώσε
έγρασεςέφθειρες, έλιωσες γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εθετου/της
έλεενέλεγε
έμορφαόμορφα
εφώταζενφώτιζε, έλαμπε
κλώσον(προστ.) γύρισε, στρέψε
μουσκάρι͜αμοσχάρια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρωπαίρνω
παπουτσ̌όπα(υποκορ.) παπούτσια pabuç/pāpūş
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στείλον(προστ.) στείλε
τορπαλάεψον(προστ.) βάλε στον τορβά (όπως όταν τάιζαν τα ζώα περνώντας το κεφάλι τους μέσα σε μια μεγάλη σακούλα που περιείχε τροφή), μτφ. κάνε κπ να μην βλέπει torbalamak
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφκάκάτω
γενίακαινούρια yeni
δοςδώσε
έγρασεςέφθειρες, έλιωσες γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εθετου/της
έλεενέλεγε
έμορφαόμορφα
εφώταζενφώτιζε, έλαμπε
κλώσον(προστ.) γύρισε, στρέψε
μουσκάρι͜αμοσχάρια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρωπαίρνω
παπουτσ̌όπα(υποκορ.) παπούτσια pabuç/pāpūş
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στείλον(προστ.) στείλε
τορπαλάεψον(προστ.) βάλε στον τορβά (όπως όταν τάιζαν τα ζώα περνώντας το κεφάλι τους μέσα σε μια μεγάλη σακούλα που περιείχε τροφή), μτφ. κάνε κπ να μην βλέπει torbalamak
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
Τα παπουτσ̌όπα σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost