.
.
Ιστορία και Λαογραφία της Σαντάς

Αητέντς

fullscreen
Αητέντς επεριπέτανεν
ψηλά σα υπουράνι͜α
και τα τσαγγία τ’ κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
κι εβάστανεν σα κάρτσ̌ι͜α του
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όναν
-Αητέ μ’, για δος μ’ ας σο κρατείς
για πέ’ με όθεν κείται
-Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε
κι αρ’ όθεν κείται λέω
Για ποίσον σίδερον ραβδίν
και χάλκενα τσ̌αρούχ̌ι͜α
κι έπαρ’ σο χ̌έρι σ’ τη στράταν
κι όλον το μονοπάτιν
Ακεί σο πέραν το ραχ̌ίν
σ’ άλλο τ’ επεκεί μέρος
γραικόπουλον εσκότωσαν
και κείται σκοτωμένον
και ’κ’ έχ̌’ μάναν να κλαίει ατο,
κύρην να πονισκάται
και ’κ’ έχ̌’ αδέλφι͜α σπλαχνικά
να κλαίγ’ν από καρδίας
Κλαίγ’ν ατον το «Πάσα πνοή»
και η Δοξολοΐα,
κλαίει κι ο καπετάνος ατ’
κι όλια τα παλληκάρι͜α τ’
Φατέστε, πουλιά μ’, φατέστε,
φατέστε τον γαρίπην
Σην θάλασσαν κολυμπετής,
σ’ ομάλια πι͜αχλιβά̤νος,
σον πόλεμον τρισέλλενος,
ρωμαίικον παλληκάριν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείεκεί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όνανβραχίονα, μπράτσο βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
έπαρ’(προστ.) πάρε
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεριπέτανενπετούσε γύρω
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κάρτσ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νκλαίνε
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιαόλα
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέ’(προστ.) πες
πι͜αχλιβά̤νοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πονισκάταιπονάει κπ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
φατέστε(προστ.) φάτε
χάλκεναχάλκινα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
ακείεκεί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όνανβραχίονα, μπράτσο βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
έπαρ’(προστ.) πάρε
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεριπέτανενπετούσε γύρω
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κάρτσ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νκλαίνε
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιαόλα
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέ’(προστ.) πες
πι͜αχλιβά̤νοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πονισκάταιπονάει κπ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικοναυτό που είναι των Ρωμιών, ελληνικό
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
φατέστε(προστ.) φάτε
χάλκεναχάλκινα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost