.
.
Τα έμορφα

Ο πρόσωπο σ’ ζωγραφιστόν

Ο πρόσωπο σ’ ζωγραφιστόν
fullscreen
Ο πρόσωπο σ’ ζωγραφιστόν
σου ουρανού το θόλον
Ετέρεσα σ’ ομματόπα σ’,
είδα τον κόσμον όλον

Αρνί μ’, όθεν ευρίεσαι
τ’ ολόερα φωτάζει
Κουσνόν να έν’ το μέρος ι-σ’,
ηλιόπορον ομοι͜άζει

Άνοιξον τ’ εγκαλιόπο σου
τη νύχταν να περάνω
Να ευρίουμ’ σον παράδεισον,
τ’ αχουλόπο μ’ να χάνω

Όλεν την νύχταν λάσκουμαι,
σην πόρτα σ’ τριγυλίζω
Και ’κ’ επορώ να κείμαι κα’
άλλο να μη νουνίζω

Πότε θα έρ’ται έναν πρωίν
να μη ομοι͜άζ’ με τ’ άλλα;
Να ευρήκ’ την εγάπη μου
και σ’ εμόν την εγκάλιαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αχουλόπομυαλουδάκι akıl/ʿaḳl
εγάπηαγάπη
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επορώμπορώ
έρ’ταιέρχεται
ετέρεσακοίταξα
ευρήκ’βρίσκω/ει
ευρίεσαιβρίσκεσαι
ευρίουμ’βρισκόμουν
ηλιόπορονευήλιο, που το βλέπει ο ήλιος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κουσνόνανήλιο, υγρό, χειμωνιάτικο kış
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
νουνίζωσκέφτομαι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ολόεραολόγυρα
ομματόπαματάκια
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
περάνωπερνάω
τριγυλίζωτριγυρίζω, περιτριγυρίζω
φωτάζειφωτίζει, λάμπει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αχουλόπομυαλουδάκι akıl/ʿaḳl
εγάπηαγάπη
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επορώμπορώ
έρ’ταιέρχεται
ετέρεσακοίταξα
ευρήκ’βρίσκω/ει
ευρίεσαιβρίσκεσαι
ευρίουμ’βρισκόμουν
ηλιόπορονευήλιο, που το βλέπει ο ήλιος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κουσνόνανήλιο, υγρό, χειμωνιάτικο kış
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
νουνίζωσκέφτομαι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ολόεραολόγυρα
ομματόπαματάκια
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
περάνωπερνάω
τριγυλίζωτριγυρίζω, περιτριγυρίζω
φωτάζειφωτίζει, λάμπει
Ο πρόσωπο σ’ ζωγραφιστόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost