.
.
Σ’ όρωμα μ’ η Παναΐα

Και όντες πίνω και μεθώ

Και όντες πίνω και μεθώ
fullscreen
Κάποτε πίνω και μεθώ,
φαρμάκ’ σην καρδι͜ά μ’ ’κχ̌ύνω
Το πόνον ντ’ έχω τον πα̤λό̤ν
πολεμώ να νεβζήνω

Και όντες πίνω και μεθώ
και ’ίνουμαι γεσίρι
ομοι͜άζω εκείνο το καράβ’
χωρίς καραβοκύρη

Κάποτε αναχάπαρα
απ’ έμπρι͜α μ’ ούλι͜α χάν’νταν
Ταράεται απέσ’ σην ψ̌η μ’
και τα τσ̌ικάρι͜α μ’ μαύρα

Και όντες πίνω και μεθώ
και ’ίνουμαι γεσίρι
ομοι͜άζω εκείνο το καράβ’
χωρίς καραβοκύρη

Κάποτε κορδυλι͜άουμαι,
όλια σκοτία πίσσα
Άμον εκείνον το ραχ̌ίν
ντο κάθεται η δείσα

Και όντες πίνω και μεθώ
και ’ίνουμαι γεσίρι
ομοι͜άζω εκείνο το καράβ’
χωρίς καραβοκύρη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
απέσ’μέσα
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
’ίνουμαιγίνομαι
’κχ̌ύνωεκχύνω, χύνω, εκβάλλω εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
νεβζήνωσβήνω
όλιαόλα
όντεςόταν
ούλι͜αόλα
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σκοτίασκοτάδι
ταράεταιαναμιγνύεται, ανακατεύεται, μπλέκεται
τσ̌ικάρι͜ασπλάχνα, σωθικά ciğer/ciger
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
απέσ’μέσα
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
’ίνουμαιγίνομαι
’κχ̌ύνωεκχύνω, χύνω, εκβάλλω εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
νεβζήνωσβήνω
όλιαόλα
όντεςόταν
ούλι͜αόλα
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σκοτίασκοτάδι
ταράεταιαναμιγνύεται, ανακατεύεται, μπλέκεται
τσ̌ικάρι͜ασπλάχνα, σωθικά ciğer/ciger
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ψ̌ηψυχή
Και όντες πίνω και μεθώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost