.
.
Εγάπης χ̌αιρετίας

Από πατρίδαν ορφανός

Από πατρίδαν ορφανός
fullscreen
Άλλο ’κι θα ελέπω σας,
ραχ̌ία και παρχάρι͜α
Πουλόπα, ’κι θ’ ακούγω σας,
ρυμόπα και ποτάμι͜α

Πώς θ’ απομέντς αφέντευτον
πίσκον κι αραχνιασμένον;
Φιλόξενον τ’ οσπίτ’ τ’ εμόν
με ιδρώτα χτισμένον

Πατέρα, το στερνόν κερί σ’
αφτύν’ α’ με τα δάκρυ͜α
και σο τσ̌ετίν’κον τη χαμού
εμπαίνω εγώ τη στράταν

Από πατρίδαν ορφανός
σ’ αούτ’ τον κόσμον ξένος
Ο πρόσφυγας ας σην ζωήν
έν’ πάντα ανασπαλμένος

Δύο πατρίδας έχω εγώ,
σα στράτας πώς ευρέθα!
Εκεί πώς επερίσσεψα
κι αδά πώς ’κ’ εκανέθα;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αδάεδώ
ανασπαλμένοςξεχασμένος
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απομέντςαπομένεις
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αφέντευτοναυτό που δεν έχει αφέντη, αδέσποτο
αφτύν’ανάβω/ει
εκανέθαήμουν αρκετός, επάρκεσα για κτ ἱκανόω
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμπαίνωμπαίνω
έν’είναι
ευρέθαβρέθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πίσκονβρώμικο pis
πουλόπαπουλάκια
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρυμόπαρυάκια
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌ετίν’κονσκληρό, δύσκολο çetin
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αδάεδώ
ανασπαλμένοςξεχασμένος
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απομέντςαπομένεις
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αφέντευτοναυτό που δεν έχει αφέντη, αδέσποτο
αφτύν’ανάβω/ει
εκανέθαήμουν αρκετός, επάρκεσα για κτ ἱκανόω
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμπαίνωμπαίνω
έν’είναι
ευρέθαβρέθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πίσκονβρώμικο pis
πουλόπαπουλάκια
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρυμόπαρυάκια
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌ετίν’κονσκληρό, δύσκολο çetin
Από πατρίδαν ορφανός

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost