Προβολή Τραγουδιού
Τοσπαγάνος |
Στιχουργοί: Αλέξανδρος Παρχαρίδης
Συνθέτες: Αλέξανδρος Παρχαρίδης
Καλλιτέχνες: Αλέξανδρος Παρχαρίδης, Παναγιώτης Κογκαλίδης
Μοθοπώρτς έρθεν, πουλόπο μ’, και ο ήλιον λαντακίζ’ Χ̌ειμωγκόντς, χ̌ειμωγκόντς, κι ελέπ’ς το τσ̌ιτσ̌άκ’ ν’ ανθίζ’ Σίτι͜α καμπανίζ’ ο ήλιον, κλώσ̌κεται φυσάει και βρέχ̌’ Τοσπαγά- Τοσπαγάνος που ὰλας παντούρας τρέχ̌’ Ο Θεός επουγαλεύτεν και θα χάν’ μας ας σην γην Αναμέν’, αναμέν’ μας αν θα ευρήκομε μιγκίν
Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
---|---|---|---|
ὰλας παντούρας | (εκφ. τουρκ.) βιαστικά, εσπευσμένα τελών σε σύγχυση | palas pandıras<palos y panderos (νταούλια και ντέφια=θορυβώδες γλέντι) <αρχ.πανδούρα | |
αναμέν’ | περιμένει | ||
βρέχ̌’ | βρέχει | ||
ελέπ’ς | βλέπεις | ||
επουγαλεύτεν | έσκασε, βαρέθηκε, στενοχωρέθηκε | bunalmak | |
έρθεν | ήρθε | ||
ευρήκομε | βρίσκουμε | ||
καμπανίζ’ | ανατέλλει | ||
κλώσ̌κεται | γυρίζει, επιστρέφει | ||
λαντακίζ’ | φεγγοβολάει, καίγεται με ορμή | ||
μιγκίν | πιθανός τρόπος, δυνατότητα | mümkün/mumkin | |
μοθοπώρτς | φθινόπωρο | ||
πουλόπο | πουλάκι | ||
σίτι͜α | καθώς, ενώ | σόταν<εις όταν | |
τοσπαγάνος | χελώνα | tosbağa | |
τρέχ̌’ | τρέχει | ||
τσ̌ιτσ̌άκ’ | λουλούδι | çiçek | |
χ̌ειμωγκόντς | χειμώνας | ||
χάν’ | χάνει, παύει να έχει, διώχνει |
(ΣΣ) Ετυμολογική ρίζα του palas pandıras είναι το "palos y panderos" από την ισπανοεβραϊκή γλώσσα (λαντίνο), που σημαίνει «νταούλια και ντέφια» με την έννοια του θορυβώδους γλεντιού. Στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα, «palo» σημαίνει μπαγκέτα τυμπάνου ενώ το «pandero» που σημαίνει το ντέφι με τα ζίλια θεωρείται ότι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό πανδούρα, ένα ξύλινο τρίχορδο όργανο με μικρό αντηχείο και μακρύ λαιμό με δακτυλοθέσιο (ταστιέρα) το οποίο θεωρείται ο άμεσος πρόγονος των σύγχρονων οργάνων της οικογένειας του λαούτου. Με την παρεφθαρμένη ονομασία "ταμπουράς", (βυζ. "θαμπούρα", αρχ. "πανδούρα") επέζησε ως τις μέρες μας. Πηγή: Μονόγλωσσο λεξικό Sevan Nişanyan