.
.
Ποντιακό Γλέντι Νο2

Ας σον παρχάρ κα’ έρχουτον

Ας σον παρχάρ κα’ έρχουτον
fullscreen
Ας σον παρχάρ’ κα’ έρχουτον
χορτάρι͜α φορτωμέντσα
Εχάλασα σο κόλφον ατ’ς,
αρ’ έτον ιδρωμέντσα

Εγώ τ’ αρνόπο μ’ είδα ’το
φορτωμένον χορτάρι͜α
Αρ’ τ’ έμορφα ’γιτούρευεν
το πατσ̌άκ’ με τ’ ορτάρι͜α

Αρνί μ’, την πόρτα σ’ μ’ ασπαλείς
και την σύρτεν μη σύρεις
Ας σ’ άγρι͜α τα μεσάνυχτα
ανάμ’νον το γιασίρι σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανάμ’νονπερίμενε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασπαλείςσφαλίζεις κτ, κλείνεις κτ εντελώς/πολύ καλά
ατ’ςαυτής, της
γιασίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
’γιτούρευεν(εγιτούρευεν) συνταίριαζε, προσάρμοζε, ρύθμιζε uydurmak
έμορφαόμορφα
έρχουτονερχόταν
έτονήταν
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
ιδρωμέντσαιδρωμένη
κα’κάτω
κόλφοναγκαλιά, κόλπο, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, στήθος της γυναίκας
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πατσ̌άκ’μπατζάκι, πόδι bacak
σύρειςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
σύρτεν(η) σύρτης, (προστ.) (β’ πληθ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φορτωμέντσαφορτωμένη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανάμ’νονπερίμενε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασπαλείςσφαλίζεις κτ, κλείνεις κτ εντελώς/πολύ καλά
ατ’ςαυτής, της
γιασίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
’γιτούρευεν(εγιτούρευεν) συνταίριαζε, προσάρμοζε, ρύθμιζε uydurmak
έμορφαόμορφα
έρχουτονερχόταν
έτονήταν
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
ιδρωμέντσαιδρωμένη
κα’κάτω
κόλφοναγκαλιά, κόλπο, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, στήθος της γυναίκας
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πατσ̌άκ’μπατζάκι, πόδι bacak
σύρειςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
σύρτεν(η) σύρτης, (προστ.) (β’ πληθ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φορτωμέντσαφορτωμένη
Ας σον παρχάρ κα’ έρχουτον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost