.
.
Η λύρα μ’ κι η παρέα μ’

Η Πελαΐα

Η Πελαΐα
fullscreen
Έρθες εσέβες ση ζωή μ’
κι εχάσα τα πασχάλια μ’
Ένα φέρω, δύο ξοδεύ’ς,
ν’ αηλί σ’ εμά τα χάλια!

Πελαΐα, Πελαΐα,
πώς ’κι νουνί͜εις τογρία!
Χ̌ειμωγκονί’ σα κρύα
ντό θα ’φτάμε, Πελαΐα;

Π’ ελέπ’ σε λέει νασάν εμέν,
σ’ οσπίτι μ’ έχω δούλαν
κι ας έχω αμπάρι͜α εύκαιρα
και χρέος ους τη γούλα μ’

Πελαΐα, Πελαΐα,
πώς ’κι νουνί͜εις τογρία!
Χ̌ειμωγκονί’ σα κρύα
ντό θα ’φτάμε, Πελαΐα;

Τα δουλείας ξάι ’κι αγαπάς,
ο νους ι-σ’ σο λασίον
Σα φορεσίας έφαες
όλεν τ’ εμόν το βίον

Πελαΐα, Πελαΐα,
πώς ’κι νουνί͜εις τογρία!
Χ̌ειμωγκονί’ σα κρύα
ντό θα ’φτάμε, Πελαΐα;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γούλαλαιμός gula
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμάδικά μου
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρθεςήρθες
εσέβεςμπήκες
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
έφαεςέφαγες
εχάσαέχασα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λασίονγύρα, βόλτα, περιπλάνηση ἀλάομαι/ηλάσκω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
τογρίααληθινά, ίσια, ευθεία, σωστά doğru
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γούλαλαιμός gula
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμάδικά μου
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρθεςήρθες
εσέβεςμπήκες
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
έφαεςέφαγες
εχάσαέχασα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λασίονγύρα, βόλτα, περιπλάνηση ἀλάομαι/ηλάσκω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
τογρίααληθινά, ίσια, ευθεία, σωστά doğru
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
Η Πελαΐα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost