.
.
Πατρίδα μ’

Πατρίδα μ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Πατρίδα μ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εσκάλωσεν η προσφυγιά
κι ανοίγ’νε μας γεράδες
Εχάσαμε ντο είχαμε
κι ακόμαν κλαιν μανάδες

Πατρίδα μ’, αραεύω σε
και κλαίω και ματούμαι
Ατό όσον πόσον ’α κρατεί;
Χριστέ μ’, θα παλαλούμαι!

Φουρτουνιασμένον θάλασσα
και κύμα αφρισμένον
κι έναν μιλέτ’ ψυχομαχ̌εί
γιατί έν’ προδομένον

Πατρίδα μ’, αραεύω σε
και κλαίω και ματούμαι
Ατό όσον πόσον ’α κρατεί;
Χριστέ μ’, θα παλαλούμαι!

Έναν παπόρ’ γογγύζ’ και πάει
ας σο βαρύν φορτίον
Βαρύς χειμώνας έτονε
και το είκοσι δύο

Θεέ μ’, να ποδεδίζω Σε,
τη δόξα Σ’ να λελεύω
γουρτάρεψον τα ψ̌ήα μουν
ατό μαναχόν θέλω

Έι, πατρίδα μ’!

Πατρίδα μ’, αραεύω σε
και κλαίω και ματούμαι
Ατό όσον πόσον θα κρατεί;
Χριστέ μ’, θα παλαλούμαι!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
’αθα
ανοίγ’νεανοίγουν
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεράδεςπληγές, τραύματα yara
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
έν’είναι
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
έτονεήταν
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λελεύωχαίρομαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ματούμαιματώνομαι
μιλέτ’φυλή, έθνος millet
μουνμας
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
παλαλούμαιτρελαίνομαι
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψυχομαχ̌είψυχομαχεί, χαροπαλεύει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
’αθα
ανοίγ’νεανοίγουν
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεράδεςπληγές, τραύματα yara
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
έν’είναι
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
έτονεήταν
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λελεύωχαίρομαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ματούμαιματώνομαι
μιλέτ’φυλή, έθνος millet
μουνμας
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
παλαλούμαιτρελαίνομαι
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψυχομαχ̌είψυχομαχεί, χαροπαλεύει
Πατρίδα μ’
Σημειώσεις
Φωνητικά: Παύλος Σοφιάδης - Θέμης Ευσταθιάδης - Ιωάννης Μωυσίδης
Χερουβικός ύμνος: Βαγγέλης Τσαρούχας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr