.
.
Πού είσαι, Μέγα Αλέξανδρε

Ν’ αηλί τη μάναν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ν’ αηλί τη μάναν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ν’ αηλί τη μάναν που θα χάν’
ατέ μακρά παιδίν ατ’ς
Ο Χάροντας ο δίκλωπον
διπλά θα καίει την ψ̌ην ατ’ς

Ν’ αηλί τη μάναν που ελέπ’
παιδίν αποθαμένον
κ’ εείνε ους να αποθάν’
θα έχ̌’ καρδι͜άν καμένον

Χάρε, τ’ εσά τα αψίματα
πολλά άσ̌κεμα καίνε
Ξενιτεμέντς εσύ μη παίρτς
οι μανάδες μη κλαίνε

Σα ξένα ’κι αναπάεται
ψ̌όπον αποθαμένον
και το ταφίν ανατριχ̌ι͜άζ’,
βαθύν τ’ αφορισμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αναπάεταιαναπαύεται, ξεκουράζεται
αποθαμένονπεθαμένος/ο
αποθάν’πεθαίνει
άσ̌κεμαάσχημα
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
αψίματαφωτιές
δίκλωπονδιπρόσωπο, μτφ. δόλιο, ανειλικρινή
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εσάδικά σου/σας
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ουςως, μέχρι
παίρτςπαίρνεις
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ταφίντάφος
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ψ̌ηνψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αναπάεταιαναπαύεται, ξεκουράζεται
αποθαμένονπεθαμένος/ο
αποθάν’πεθαίνει
άσ̌κεμαάσχημα
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
αψίματαφωτιές
δίκλωπονδιπρόσωπο, μτφ. δόλιο, ανειλικρινή
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εσάδικά σου/σας
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ουςως, μέχρι
παίρτςπαίρνεις
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ταφίντάφος
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ψ̌ηνψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
Ν’ αηλί τη μάναν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr