.
.
Πού είσαι, Μέγα Αλέξανδρε

Ομμάτι͜α κι ομματόφρυδα

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ομμάτι͜α κι ομματόφρυδα
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ομμάτι͜α κι ομματόφρυδα
τα κόλφι͜α σ’ τα ρακάνια
Τα δάκρυ͜α ντ’ έκχ̌’σα για τ’ εσέν
Κερασινού ποράνια

Σκοτία πίσσα έτονε
τα στράτας νερά χ̌ι͜όνι͜α
Ο νους ι-μ’ επέμ’νεν σ’ εσέν
κι επάτ’να απέσ’ σα κιόλια

Η τάβλα ΧΧΧΧ
τα περπεντούλια χώρας
Νασάν εκείνον που κείται,
αρνί μ’, σ’ εσά τ’ εβόρας

Μ’ έναν βούραν ροδόφυλλα,
μ’ έναν βούραν χορτάρι͜α
το σεβταλούκ’ εποίκε σε
θα ψοφί͜εις τα μουσκάρι͜α

Εγώ -ν- ας ση Γαλίαναν,
εγώ -ν- ας σα Λιβάδι͜α
Κρύον νερόν ξάι ’κ’ έπϊα
σου Μεχμέτ’ τα πεγ̆άδι͜α

Ανάθεμα τα τσ̌άπουλας
ντο είν’ καλιβωμένα
Θα έρχουμαι και ’κ’ επορώ,
κρούγ’νε τ’ αφορισμένα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
είν’(για πληθ.) είναι
έκχ̌’σαεξέχυσα, έχυσα, εξέβαλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
επάτ’ναπατούσα
επέμ’νεναπόμεινε
έπϊαήπια
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
έρχουμαιέρχομαι
εσάδικά σου/σας
έτονεήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλιβωμέναπεταλωμένα caliga, η «αρβύλα» των Ρωμαίων Λεγεωναρίων μέχρι τον 2° μ.Χ. αι.
κείταικείτεται, ξαπλώνει
ΚερασινούΙουνίου
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
μουσκάρι͜αμοσχάρια
νασάνχαρά σε
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
πεγ̆άδι͜αβρύσες
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
ρακάνιαγήλοφοι
σεβταλούκ’έρωτας sevdalık
σκοτίασκοτάδι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
είν’(για πληθ.) είναι
έκχ̌’σαεξέχυσα, έχυσα, εξέβαλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
επάτ’ναπατούσα
επέμ’νεναπόμεινε
έπϊαήπια
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
έρχουμαιέρχομαι
εσάδικά σου/σας
έτονεήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλιβωμέναπεταλωμένα caliga, η «αρβύλα» των Ρωμαίων Λεγεωναρίων μέχρι τον 2° μ.Χ. αι.
κείταικείτεται, ξαπλώνει
ΚερασινούΙουνίου
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
μουσκάρι͜αμοσχάρια
νασάνχαρά σε
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
πεγ̆άδι͜αβρύσες
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
ρακάνιαγήλοφοι
σεβταλούκ’έρωτας sevdalık
σκοτίασκοτάδι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
Ομμάτι͜α κι ομματόφρυδα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr