.
.
Πού είσαι, Μέγα Αλέξανδρε

Σ’ Ερζουρούμ

Στιχουργοί
Συνθέτες
Σ’ Ερζουρούμ
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εμέν ρακίν μη δί’τε με,
γεραλίν η καρδία μ’
Σην εξορίαν σ’ Ερζουρούμ
έχασα τα παιδία μ’

Ας αρχινώ να τραγωδώ,
όλτς εσουν θα κλαινίζω
και σου ρακί’ το πότιγ̆μαν
εγώ ’κι ταγ̆ιανίζω

Δύο παιδία είχα εγώ,
έσα τ’ εμά τα χ̌έρι͜α
Τα δύο πα εθάφτανε
σ’ Ερζερουμί’ τα μέρι͜α

Ο Τούρκον τιδέν ’κι χωρίζ’,
-πασ̌κείμ’ ντο έχ̌’ καρδίαν;-
και -ν- εμπροστά σ’ ομμάτι͜α μουν
τογραεύ’ ποπαδίαν

Γραιίτσα έτον ’κ’ έσωζεν
και σο σουρίν ’κ’ εμπαίνεν
Ο Τούρκον εληγόρανεν
και ατέ οπίσ’ ’πεμέν’νεν

Ένας ο γιο μ’ είδεν ατόν
κι άμον ντ’ έτον η μάνα τ’
εσίμωσεν τον τζ̌ανταρμάν
κι ετάλεψεν απάν’ ατ’

Έναν λάχταν σα εύκαιρα τ’,
τα μαλλία τ’ εφτούλτσεν
Έρπαξεν και την κάμαν ατ’,
τον Τούρκον επεδούλτσεν

Τ’ άλλο τ’ αρνί μ’ πα έτρεξεν
τεά να βοηθά ’τον
Την τύχην ατ’ ανάθεμα,
εκείνο πα θ’ εχάτον

Είνας Τούρκον με τ’ άλογον
ελέπ’ τα παλληκάρι͜α
Ρυτά εξέγκεν το ρεβόλ’
τσοι δύ’ς πα θέκ’ ομάλια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατέαυτή
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γραιίτσαγριούλα
δί’τεδίνετε
δύ’ςδύο
εθάφτανεθάφτηκαν
είναςένας/μία
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εληγόρανενβιαζόταν
εμάδικά μου
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
εξέγκενέβγαλε
επεδούλτσεντελείωσε με τις δουλειές/εργασίες, ξεπάστρεψε
έρπαξενάρπαξε
εσίμωσενσίμωσε, πλησίασε, κόντεψε
εσουνσας
ετάλεψενχίμηξε, όρμησε dalmak
έτονήταν
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
εφτούλτσενμάδησε
έχ̌’έχει
εχάτονχανόταν
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάμανδίκοπο μαχαίρι kama
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζωστενοχωρώ, κάνω κπ να κλάψει
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
μέρι͜αμέρη
μουνμας
όλτςόλους
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
’πεμέν’νεν(απεμέν’νεν) απόμενε
ποπαδίανπαπαδιά
πότιγ̆μανπότισμα, πιοτί
ρακί’ρακιού (αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων) rakı/ˁaraḳī
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρεβόλ’περίστροφο revolver
ρυτάγρήγορα, βιαστικά
σουρίνκοπάδι ζώων, πλήθος ανθρώπων, πομπή, σωρός από πράγματα sürü
τεάτάχα, δήθεν, υποτίθεται deyü (οθωμ. περιόδου)
τζ̌ανταρμάνχωροφύλακα jandarma/gendarme
τιδέντίποτα
τογραεύ’κομματιάζει doğramak
’τοναυτόν
τραγωδώτραγουδάω
τσοιτους/τις
χωρίζ’χωρίζει, ξεχωρίζει, ξεδιαλέγει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατέαυτή
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γραιίτσαγριούλα
δί’τεδίνετε
δύ’ςδύο
εθάφτανεθάφτηκαν
είναςένας/μία
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εληγόρανενβιαζόταν
εμάδικά μου
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
εξέγκενέβγαλε
επεδούλτσεντελείωσε με τις δουλειές/εργασίες, ξεπάστρεψε
έρπαξενάρπαξε
εσίμωσενσίμωσε, πλησίασε, κόντεψε
εσουνσας
ετάλεψενχίμηξε, όρμησε dalmak
έτονήταν
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
εφτούλτσενμάδησε
έχ̌’έχει
εχάτονχανόταν
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάμανδίκοπο μαχαίρι kama
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζωστενοχωρώ, κάνω κπ να κλάψει
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
μέρι͜αμέρη
μουνμας
όλτςόλους
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
’πεμέν’νεν(απεμέν’νεν) απόμενε
ποπαδίανπαπαδιά
πότιγ̆μανπότισμα, πιοτί
ρακί’ρακιού (αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων) rakı/ˁaraḳī
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρεβόλ’περίστροφο revolver
ρυτάγρήγορα, βιαστικά
σουρίνκοπάδι ζώων, πλήθος ανθρώπων, πομπή, σωρός από πράγματα sürü
τεάτάχα, δήθεν, υποτίθεται deyü (οθωμ. περιόδου)
τζ̌ανταρμάνχωροφύλακα jandarma/gendarme
τιδέντίποτα
τογραεύ’κομματιάζει doğramak
’τοναυτόν
τραγωδώτραγουδάω
τσοιτους/τις
χωρίζ’χωρίζει, ξεχωρίζει, ξεδιαλέγει
Σ’ Ερζουρούμ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr