.
.
Πού είσαι, Μέγα Αλέξανδρε

Αρνόπο μ’ τσ̌ιτσ̌εκόχρωμον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Αρνόπο μ’ τσ̌ιτσ̌εκόχρωμον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αρνόπο μ’ τσ̌ιτσ̌εκόχρωμον,
με τα πολλά πλουμία
’Κουτούρεψαν τ’ ομματόπα μ’
και για τ’ εσέν ελύα

Θυμούμαι τα φιλέματα σ’,
αρνί μ’, σο παραθύρι σ’
κι ας σου σ̌κυλί’ τον υλαγμόν
εγνέφ’σεν και ο κύρη σ’

Εμέν εκουβαλάεψεν,
έραξα τα φραχτία
κι εκουρταρεύτα, πουλόπο μ’,
γιατ’ έτονε σκοτία

Τα λιθαρέας ση ράχ̌ι͜α μ’
άμον βροχ̌ήν και χ̌ι͜όνι͜α
Σ’ έναν αΐκον ξαν κακόν
’κι λογαρι͜άζ’ τα πόνι͜α

Αρνί μ’, εγώ θα έρχουμαι
και ξαν σο παραθύρι σ’
Τέρεν κι εσύ φαρμάκωσον
τον σ̌κύλον ή τον κύρη σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
εγνέφ’σενξύπνησε
εκουβαλάεψενκαταδίωξε, κυνήγησε kovalamak
εκουρταρεύτασώθηκα, διασώθηκα kurtarmak
ελύαέλιωσα, λύθηκα
έραξαπήδηξα με ορμή ἀράσσω
έρχουμαιέρχομαι
έτονεήταν
θυμούμαιθυμάμαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κουτούρεψαν(εκουτούρεψαν) λύσσαξαν, έκαναν αταξίες, ξεσάλωσαν kudurmak
λιθαρέαςπετριές
ξανπάλι, ξανά
ομματόπαματάκια
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
πουλόποπουλάκι
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
σκοτίασκοτάδι
σ̌κυλί’σκύλου
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌ιτσ̌εκόχρωμονλουλουδόχρωμο çiçek + χρώμα
υλαγμόνγάβγισμα
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
φιλέματαφιλιά
φραχτίαφράχτες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
εγνέφ’σενξύπνησε
εκουβαλάεψενκαταδίωξε, κυνήγησε kovalamak
εκουρταρεύτασώθηκα, διασώθηκα kurtarmak
ελύαέλιωσα, λύθηκα
έραξαπήδηξα με ορμή ἀράσσω
έρχουμαιέρχομαι
έτονεήταν
θυμούμαιθυμάμαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κουτούρεψαν(εκουτούρεψαν) λύσσαξαν, έκαναν αταξίες, ξεσάλωσαν kudurmak
λιθαρέαςπετριές
ξανπάλι, ξανά
ομματόπαματάκια
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
πουλόποπουλάκι
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
σκοτίασκοτάδι
σ̌κυλί’σκύλου
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌ιτσ̌εκόχρωμονλουλουδόχρωμο çiçek + χρώμα
υλαγμόνγάβγισμα
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
φιλέματαφιλιά
φραχτίαφράχτες
Αρνόπο μ’ τσ̌ιτσ̌εκόχρωμον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr