.
.
Πού είσαι, Μέγα Αλέξανδρε

Λιβάδι͜α Γαλίανας

Στιχουργοί
Συνθέτες
Λιβάδι͜α Γαλίανας
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Αρ’ έρθα ση Γαλίανα,
λάσκουμαι σα Λιβάδι͜α
Αρτούκ θα πίνω και νερό
σου Μεχμέτ τα πεγ̆άδι͜α

Αηλί εσάς, νε Λιβαδέτ’,
που είστε σα ταφία
Ας σο είκοσι δύο κιάν’
κανείς ’κι αφτύν’ κερία

Έναν κερίν θ’ αφτύνω ’γω
σα Λιβαδέτ’κα ψ̌ήα
Θα λέω και σ’ ανθρώπ’ς εσουν
πως εύρα τα ταφία

Σα Λιβαδέτ’κα τ’ οσπίτι͜α
καντήλαν ’κι πϊάνει
Οι Τούρκ’ σταυρόν ’κ’ εφέκανε
σα ταφία -ν- απάν’ -ι

Τσεπόγλη, έρθαν σο ταφί σ’
του παιδί’ σ’ τα κλωνάρι͜α
Εσύ πουθέν ’κι φαίνεσαι
’καπατεύτες χορτάρι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρτούκπλέον, τώρα πια, υπόλειμμα/περίσσευμα artık
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφτύν’ανάβω/ει
αφτύνωανάβω
έρθαήρθα
έρθανήρθαν
εσουνσας
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
εφέκανεάφησαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’καπατεύτες(εκαπατεύτες) σκεπάστηκες, καλύφθηκες, κλείστηκες σε κτ kapatmak
κερίακεριά κηρός
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παιδί’παιδιού
πεγ̆άδι͜αβρύσες
πϊάνειπιάνει, καταλαμβάνει
πουθένπουθενά
ταφίτάφο
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
Τούρκ’Τούρκοι
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρτούκπλέον, τώρα πια, υπόλειμμα/περίσσευμα artık
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφτύν’ανάβω/ει
αφτύνωανάβω
έρθαήρθα
έρθανήρθαν
εσουνσας
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
εφέκανεάφησαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’καπατεύτες(εκαπατεύτες) σκεπάστηκες, καλύφθηκες, κλείστηκες σε κτ kapatmak
κερίακεριά κηρός
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παιδί’παιδιού
πεγ̆άδι͜αβρύσες
πϊάνειπιάνει, καταλαμβάνει
πουθένπουθενά
ταφίτάφο
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
Τούρκ’Τούρκοι
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Λιβάδι͜α Γαλίανας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr