.
.
Ο γέρον κι η γραία

Ο γέρον κι η γραία

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ο γέρον κι η γραία
Ο γέρον κι η γραία
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Ο γέρον κι η γραία
πορπατούν βαρέα
Έρθανε σο τέλος τη ζωής
Ο γέρον ερρούξεν,
τη γραίαν εκούξεν
«Νώμα το χ̌ερόπο σ’, λελεύω την ψ̌η σ’!»

Κάθουν αναπάουν
και -ν- ορωματι͜άουν
ση ζωήν ατουν ντ’ επέρασαν
Τα χρόνια ντ’ ευτάνε
τοι νέοις έσπρυνανε,
εζάρωσαν και -ν- εγέρασαν

Αέτσ’ έν’ ο κόσμον,
’κ’ είμες εμείς μόνον,
όσα γεννίουν ν’ αποθάν’νε
Μόνον τα ραχ̌ία,
ατά ’κ’ έχ’νε ψ̌ήα
και χρόνια, ζαμάνια απομέν’νε

Μόνον τα ραχ̌ία,
ατά ’κ’ έχ’νε ψ̌ήα
και χρόνια, ζαμάνια απομέν’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αναπάουναναπαύονται, ξεκουράζονται
αποθάν’νεπεθαίνουν
απομέν’νεαπομένουν
ατάαυτά
ατουντους
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γεννίουνγεννιούνται
γραίαγριά
γραίανγριά
είμεςείμαστε
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έν’είναι
έρθανεήρθαν
ερρούξενέπεσε
έσπρυνανεάσπρισαν
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουνκάθονται
λελεύωχαίρομαι
νέοιςνέους
νώμα(προστ.) δώσε μου
ορωματι͜άουνονειρεύονται
όσαόσες φορές
πορπατούνπερπατούν
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τοιτους/τις
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αναπάουναναπαύονται, ξεκουράζονται
αποθάν’νεπεθαίνουν
απομέν’νεαπομένουν
ατάαυτά
ατουντους
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γεννίουνγεννιούνται
γραίαγριά
γραίανγριά
είμεςείμαστε
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έν’είναι
έρθανεήρθαν
ερρούξενέπεσε
έσπρυνανεάσπρισαν
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουνκάθονται
λελεύωχαίρομαι
νέοιςνέους
νώμα(προστ.) δώσε μου
ορωματι͜άουνονειρεύονται
όσαόσες φορές
πορπατούνπερπατούν
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τοιτους/τις
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Ο γέρον κι η γραία
Ο γέρον κι η γραία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr