.
.
Κορτσόπον, τίνος είσαι;/Τα μαλλία μ’ έσπρυναν

Τα μαλλία μ’ έσπρυναν

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τα μαλλία μ’ έσπρυναν
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τα μαλλία μ’ έσπρυναν
ατό πα τέρτ’ ’κ’ ευτάγω
Με τα μαύρα έρθα εγώ
και με τ’ άσπρα θα πάω

Που γερά ας αποθάν’
να μη τυραννίεται
Όσον πάει σα βάσανα
η ψ̌η ατ’ θα λύεται

Όι! αηλί εμέν, ν’ αηλί
σο κιφάλι μ’ κάτ’ λαλεί
Άμον άπλυτον μαλλίν
πάντα κείμαι σην αυλή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάν’πεθαίνει
γεράγερνάει
έρθαήρθα
έσπρυνανάσπρισαν
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κιφάλικεφάλι
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λύεταιλιώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τυραννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάν’πεθαίνει
γεράγερνάει
έρθαήρθα
έσπρυνανάσπρισαν
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κιφάλικεφάλι
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λύεταιλιώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τυραννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
ψ̌ηψυχή
Τα μαλλία μ’ έσπρυναν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr