.
.
Κότσαρι/Ομάλ’ (Τραπεζούντος)

Ομάλ’ (Τραπεζούντος)

Στιχουργοί
Συνθέτες
Ομάλ’ (Τραπεζούντος)
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Που αποθάν’ ’κι κλώσ̌κεται,
ο γέρον ’κι νεούται
Σην ξενιτει͜άν π’ ερρώστεσεν
αν κλώσ̌κεται λαρούται

Σην ξενιτει͜άν π’ αχπάσ̌κεται
και -ν- αφήν’ οπίσ’ παιδία
τ’ αροθυμίας τ’ ατουνού
κρεμίζ’νε εφτά ραχ̌ία

Τη ξενιτείας το γομάρ’
ετσ̌όκεψεν σ’ ωμία μ’
Να σ’κών’ ατο ξάι ’κ’ επορώ
και παίρ’ με από καρδίας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αποθάν’πεθαίνει
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ατουνούαυτουνού
αφήν’αφήνει
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
επορώμπορώ
ερρώστεσεναρρώστησε
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κρεμίζ’νεγκρεμίζουν, ρίχνουν κάποιον
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ’κών’σηκώνω/ει
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αποθάν’πεθαίνει
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ατουνούαυτουνού
αφήν’αφήνει
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
επορώμπορώ
ερρώστεσεναρρώστησε
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κρεμίζ’νεγκρεμίζουν, ρίχνουν κάποιον
λαρούταιγιατρεύεται, θεραπεύεται
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ’κών’σηκώνω/ει
ωμίαώμοι
Ομάλ’ (Τραπεζούντος)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr