.
.
Ο Θεόν εδέκε σε/Μπαρμπα-Γιάννη

Μπαρμπα-Γιάννη

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μπαρμπα-Γιάννη
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τα μαλλία σ’ άσπρα χ̌ι͜όνι͜α
Μπαρμπα-Γιάννε, Μπαρμπα-Γιάννε
γονατίζ’νε με τα πόνι͜α
σον αγύριστον να πάνε

Περασμένα μαύρα χρόνι͜α
έφυγαν κι οπίσ’ ’κ’ ευτάνε
Ρίζα μ’, πώς να μη δακρύ͜εις
τα παλαιά όντες νουνί͜εις;

Μασχαρότας, τραγωδίας
σα χορούς και σα δουλείας
Τη χ̌ειμωγκονί’ τα βράδι͜α
ούλ’ μαζί σα παρακάθι͜α

Έμορφα κι αγαπημένα
Κι άμον αδέλφι͜α δεμένα
Δι͜αβολ’σύνας ’κ’ είχαμε
ξένοιαστα εζήν’ναμε

Τώρα χ̌έρ’ κανείς ’κι δί’ σε
ρίζα μ’, ποίος εγνωρί͜ει σε;
και τη καρδίας τον πόνον
τη κεντή σ’ εξέρει α’ μόνον

Για τ’ ατό τρώγω την υεία μ’
κι αρ’ έσπρυναν τα μαλλία μ’
Ρίζα μ’, όσον επορείς
να ευχαριστάς την ψ̌η σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γονατίζ’νεγονατίζουν
δακρύ͜ειςδακρύζεις
δί’δίνει
δι͜αβολ’σύναςδιαβολιές, πονηριές
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εγνωρί͜ειγνωρίζει
εζήν’ναμεζούσαμε
έμορφαόμορφα
επορείςμπορείς
έσπρυνανάσπρισαν
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κεντή(ον.) εαυτός, (γεν./αιτ.) εαυτό kendi
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μασχαρόταςαστεία, αστεϊσμοί maskara/masḫara
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ούλ’όλοι
παρακάθι͜ασυναθροίσεις, ολονυχτίες
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πόνι͜απόνοι
τραγωδίαςτραγούδια
υείαυγεία
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γονατίζ’νεγονατίζουν
δακρύ͜ειςδακρύζεις
δί’δίνει
δι͜αβολ’σύναςδιαβολιές, πονηριές
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εγνωρί͜ειγνωρίζει
εζήν’ναμεζούσαμε
έμορφαόμορφα
επορείςμπορείς
έσπρυνανάσπρισαν
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κεντή(ον.) εαυτός, (γεν./αιτ.) εαυτό kendi
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μασχαρόταςαστεία, αστεϊσμοί maskara/masḫara
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ούλ’όλοι
παρακάθι͜ασυναθροίσεις, ολονυχτίες
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πόνι͜απόνοι
τραγωδίαςτραγούδια
υείαυγεία
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
Μπαρμπα-Γιάννη

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr