.
.
Σεβντά/Μαθεμένον

Μαθεμένον

Στιχουργοί
Συνθέτες
Μαθεμένον
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Εσέν όντες εγάπεσα,
ας λέγω σ’ α’ πώς έτον
Απάν’ σην πόρταν έστεκες
η μέρα έξεργος έτον

Λελεύω τ’ ομματόπα σου
ντο τερούν στέρα̤-στέρα̤
Πουλόπο μ’, σην αγκάλα̤ σου
κονεύ’νε περιστέρα̤

Έμορφος είσαι, κορτσόπον,
πολλά θέλω το σόι σ’
Έκαψεν και -ν- εμάντσε με
το τσιλβελίν το πόι σ’

Εμέν και το σαρίν τ’ αρνί μ’
σ’ έναν οτάν να ’βάλλ’ναν
Να ’χάν’ναν τ’ ανοιγάρα̤ του
κι εμάς να ενεσπάλλ’ναν

Είμαι ψηλό ραχ̌όπουλον
ση δείσαν μαθεμένον
Απέσ’ είμαι σα μαλλόπα σ’,
αρ’ έ͜εις με συμπλεγμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
’βάλλ’νανέβαζαν
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εγάπεσααγάπησα
εμάντσεμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
έμορφοςόμορφος/η
ενεσπάλλ’νανξεχνούσαν
έξεργοςαργία
έτονήταν
κονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
κορτσόπονκοριτσάκι
λελεύωχαίρομαι
μαθεμένονμαθημένη/ο
μαλλόπαμαλλάκια
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οτάνδωμάτιο oda
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
ραχ̌όπουλονπουλί του βουνού/ράχης ραχ̌ίν + πουλίν
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
τερούνκοιτούν
τσιλβελίνδελεαστικό, προκλητικό cilveli
’χάν’ναν(εχάν’ναν) έχαναν, έδιωχναν, απέρριπταν κτ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
’βάλλ’νανέβαζαν
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εγάπεσααγάπησα
εμάντσεμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
έμορφοςόμορφος/η
ενεσπάλλ’νανξεχνούσαν
έξεργοςαργία
έτονήταν
κονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
κορτσόπονκοριτσάκι
λελεύωχαίρομαι
μαθεμένονμαθημένη/ο
μαλλόπαμαλλάκια
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οτάνδωμάτιο oda
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
ραχ̌όπουλονπουλί του βουνού/ράχης ραχ̌ίν + πουλίν
σαρίνξανθό, κίτρινο sarı
τερούνκοιτούν
τσιλβελίνδελεαστικό, προκλητικό cilveli
’χάν’ναν(εχάν’ναν) έχαναν, έδιωχναν, απέρριπταν κτ
Μαθεμένον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr