Βιογραφικό


Ηλίας Λαζαρίδης
|
Ο Ηλίας Λαζαρίδης, ο ξακουστός λυράρης και κεμανετζ̌ής που έμεινε γνωστός ως Χαβενίτες, γεννήθηκε το 1884 στο Αλήσοφι του Καρς. Οι ρίζες της οικογένειάς του κρατούσαν από τη Χαβίανα της Αργυρούπολης, γεγονός που του χάρισε και το παρωνύμι του. Από τα νεανικά του χρόνια, έγινε γνωστός σε όλη την επικράτεια του Καυκάσου· εκεί όπου συνυπήρχαν Αρμένιοι, Τούρκοι, Κούρδοι και Γεωργιανοί, η λύρα του Ηλία δεν ήξερε σύνορα.
Συνεργάστηκε με τον βιολιτζή Ντιβανιά και μαζί δημιούργησαν μια κομπανία που άφησε εποχή. Ξεχώριζε για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του στους χορευτικούς σκοπούς, με κορυφαία στιγμή το σήκωμα του Σέρα – έναν χορό που απαιτεί ψυχή, ρίζα και ρυθμό, όλα όσα ενσάρκωνε ο Ηλίας.
Στο Αλήσοφι, όπου τα ήθη ήταν τραχιά και τα έθιμα έντονα, οι Αλησοφλήδες κρατούσαν τη φήμη τους για το «σύρσιμον» – τις απαγωγές των όμορφων κοριτσιών. Σε κάθε τέτοια επιχείρηση, η λύρα του Ηλία έπαιζε τον ρόλο της. «Αφορισμέν’ Αλησοφλήδες, όθεν έν’ έναν έμορφον κορίτσ’, θα κλέφν’ ατο», έλεγαν.
Το 1917, όταν ήρθε η ώρα να καταταγεί στον ρωσικό στρατό, στη θέση του πήγε ο αδελφός του Γιάννης· ο Ηλίας ήταν πια ο βασικός στυλοβάτης της οικογένειας μέσα από το επάγγελμα του μουσικού. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, το 1918, η οικογένεια μετοίκησε στο Ναβαροσίσκι και λίγα χρόνια αργότερα, το 1922, πέρασε στην Ελλάδα. Πρώτα στον Πειραιά, έπειτα στην περιοχή Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, και τελικά εγκαταστάθηκε στη Μαυροπηγή Πτολεμαΐδας.
Στην Ελλάδα, απέκτησε πέντε παιδιά: τον Αναστάση, τον Θεμιστοκλή, τον Αγαθόνικο, τον Ιωσήφ και τη Μαρία (μετέπειτα Ποζίδου). Σε γλέντια και πανηγύρια συναντιόταν συχνά με τον Σταύρη, ο οποίος –λέγεται– είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τον τρόπο που έπαιζε λύρα ο Ηλίας: με τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού, κρατώντας το όργανο με τον αντίχειρα και τον δείκτη, πάντα όρθιος, όπως πρόσταζε το γλέντι.
Έφυγε από τη ζωή το 1941, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, στα 57 του χρόνια. Πριν τον θάνατό του, έγραψε ένα τραγούδι αντιναζιστικό, με λόγια που μιλούν για την απόγνωση και την αξιοπρέπεια:
«Εμέν αούτο ’κ’ έπρεπεν, άμα ντό να ευτάγω;
Για δείξτε με έναν στράταν σην χαμονήν να πάγω»
Ο Στάθης Ευσταθιάδης παρουσίασε τη ζωή του σε εκδήλωση του Συλλόγου Τέχνης Πτολεμαΐδας, ενώ στη σκηνή ακούστηκαν τα τραγούδια του από τον γιο του Αναστάση, τον Άρη Λαζαρίδη και τον Κώστα Ρακόπουλο. Ο ίδιος ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης τον τίμησε στο τραγούδι του «Εγώ είμαι ας σ’ Αλήσοφι».
Μπορεί να μην φημιζόταν για τη φωνή του, όμως έγραφε στίχους συγκλονιστικούς, γεμάτους συναίσθημα και μνήμη. Ο ανιψιός του Άρης Λαζαρίδης διασώζει αρκετούς από αυτούς. Σε μερικούς μιλά ως ορφανός:
«Θεέ μ’, κανείται ντ’ έβρεξες, θα γλύντς και τα λιθάρι͜α,
Τ’ εμά τ’ ορφανού τα δά̤κρυ͜α κανείνταν τα χορτάρι͜α»
«Χάρε, για πέει με ντ’ έγροικ’σες, εσύ μάναν ’κ’ εγνώρτσες
και την μανίτσα μ’ έρπαξες κι εμέν σα μαύρα εφόρτσες;»
Άλλοι στίχοι, πιο αυτοβιογραφικοί, εξυμνούν την καταγωγή του και την αγάπη του για τη γυναίκα του:
«Εγώ είμαι ας σ’ Αλήσοφι, άξιον παλληκάρι,
τρία σερτίνι͜α έσ̌κισα με το κόρκ’ τ’ αξινάρι»
«Εγώ είμαι ας σ’ Αλήσοφι τ’ όνομα μ’ έν’ Ηλία,
να τραγωδώ ’κ’ εντρέπουμαι σα ξένα τα χωρία»
«Εγώ είμαι ας σ’ Αλήσοφι ας σοι Χαβενιτάντας,
χωρίς εμέν ’κι ’ίνουνταν σουμάδι͜α και χαράντας»
«-Έβγα, πουλί μ’, μ’ εντρέπεσαι, μη χαλάντς το χατίρι μ’,
-Ηλία, πώς να εβγαίνω; Εμέν ωρι͜άζ’ ο κύρη μ’»
«Σ’ Αλήσοφι σ’ έναν κορίτσ’ έχαρτσα την καρδία μ’,
την νύχταν όντες τραγωδώ, ατέ ακούει τη λαλία μ’»
Ο γιος του Αναστάσης, γεννημένος –σύμφωνα με τη Σοφία Καραγεωργίου– το 1912, στάθηκε άξιος συνεχιστής του πατέρα του. Κληρονόμησε την τεχνική, την αίσθηση του ρυθμού, ακόμα και τον ιδιαίτερο τρόπο στήριξης της λύρας. Αρκετές από τις ηχογραφήσεις του σώζονται, με τον Άρη στο ντέφι, και αποτελούν σπάνια τεκμήρια για το ύφος και το ήθος της μουσικής του Καρς.
Ο Ηλίας Λαζαρίδης, μέσα από τα τραγούδια και τις μνήμες που άφησε πίσω του, παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους αυθεντικούς εκφραστές της ποντιακής μουσικής του Καυκάσου – ένας λυράρης που δεν έπαιζε απλώς μουσική, αλλά έλεγε την ιστορία ενός κόσμου.