
Βασίλειος Σαγξαρίδης
Βασίλειος Σαγξαρίδης
Ο Βασίλης Σαγξαρίδης γεννήθηκε το 1911 στο χωριό Κοσμά της Ματσούκας και, ορφανός από μικρή ηλικία, έφτασε στην Ελλάδα μαζί με τα αδέρφια του Λευτέρη και Δημήτρη. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του εγκαταστάθηκαν αντίστοιχα στον Κεχρόκαμπο Καβάλας και στα Κομνηνά Πτολεμαΐδας, ενώ ο ίδιος βρέθηκε στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, όπου εκείνη την εποχή συγκέντρωναν τα ορφανά για να τα στείλουν στην Αμερική. Ένας θείος του όμως τον πήρε κοντά του στον Τετράλοφο Κοζάνης, όπου και μεγάλωσε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Γιώργο.
Μετά τον γάμο του, τα χρόνια ήταν δύσκολα: φτώχεια, λίγες δουλειές και η ανάγκη να χτιστεί ένα σπίτι για την οικογένεια. Μαζί με τη γυναίκα του, την Ανάστα, απέκτησαν έξι παιδιά. Ο Βασίλης εργάστηκε αρχικά ως γεωργός, στη συνέχεια στο εμπόριο πατάτας στα γύρω χωριά και αργότερα διατηρούσε καφενείο στο χωριό. Η κόρη του, Συμέλα Αμανατίδου, θυμάται πως μικρή δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας της από τα γλέντια. Η λύρα για τον Σαγξάρτς δεν ήταν μόνο διασκέδαση· ήταν τρόπος ξεκούρασης, σχεδόν τελετουργικός. Μετά τη δουλειά στα χωράφια, αντί να ξεκουραστεί, έπιανε τη λύρα και σήκωνε στο πόδι όλη τη γειτονιά.
Ο Σαγξάρτς συνήθιζε να επισκέπτεται τα Ούτσ̌ενα (Κομνηνά Πτολεμαΐδας), όπου διέμενε ένας από τους αδερφούς του, κυρίως για να πουλήσει φρούτα. Κατά μία μαρτυρία, η λύρα του Αποστολίκα Αθανασιάδη, που αργότερα βρέθηκε στον Τετράλοφο και πιστεύεται πως ανήκε στον Βασίλη, ενδέχεται να αποκτήθηκε σε μία από αυτές τις επισκέψεις. Ίσως να του την πούλησε ή να του τη χάρισε ο Αποστολίκας.
Ο εγγονός του, Απόστολος Σαγξαρίδης, αφηγείται ένα περιστατικό που λέγεται πως συνέβη λίγο πριν τον θάνατο του παππού του. Ενώ είχε δεσμευτεί να παίξει σε έναν γάμο, έτυχε να πεθάνει ένας κοντινός συγγενής. Περαστικοί από το σπίτι του σχολίαζαν με λύπη πως ο γάμος δεν θα είχε τη μουσική του. Ο Σαγξάρτς τους έδωσε τον λόγο του πως θα ανέβαινε στο γλέντι αργότερα. Όταν η γυναίκα του τον ρώτησε με απορία πού πάει, της απάντησε με εκείνη τη φράση που έμεινε: «Η χαρά και η λύπη πα για τ’ εμάς έν’…» και πήρε τον δρόμο για το γλέντι.
Η μοναδική του ηχογράφηση που διασώθηκε, μας αποκαλύπτει ένα παίξιμο «Καθαρόν Ματσουκάτ’κον Καπικεέτ’κον», με ύφος κοντινό στα σημερινά «Πορτοραζέτ’κα». Ο Βασίλης Σαγξαρίδης έκανε στενή παρέα με τον Ποσινάκ’, λυράρη από τον Άγιο Δημήτριο, και οι παρέες τους ήταν λιτές και γνήσιες: λίγα πράγματα στο τραπέζι, αρκετά για να στήσουν το μουχαπέτ’.
Η τελευταία του επιθυμία, λίγο πριν φύγει από τη ζωή στο νοσοκομείο, ήταν να πάρει άδεια — όπως έλεγε — για να γυρίσει στο χωριό και να κάνει ένα τελευταίο γλέντι με τους αγαπημένους του φίλους. Δεν πρόλαβε, μα το γλέντι εκείνο έμεινε για πάντα στη μνήμη όσων τον αγάπησαν.