.
.
Ποντιακά τραγούδια

Τα βάσανα μ’

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τα βάσανα μ’
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τα τέρτα̤ μ’ επερίσσεψαν,
ετσ̌όκεψαν σ’ ωμία μ’
Αρ’ αΐκα τρανά βάσανα
εγώ ’κ’ είδα καμίαν

Στενοχωρίες ’κι θέλω,
η δουλεία θέλ’ σειρά
κι όταν ’λέπ’ ατά ο Χάρον
πάει και χάται σα μακρά

Αναμεσά σο καρδόπο μ’
έχω δύο αυλάκα̤
Ας σ’ έναν τρέχ’νε αίματα
κι ας σ’ άλλο τα φαρμάκα̤

Στενοχωρίες τ’ εμά,
θα ’φτάγ’ ατα τραγωδίας
Θα ’φτάγ’ ατα τραγωδίας
να πουλώ σα ξενιτείας

Αβούτ’ ο κόσμος έρημον,
θάνατος να μη έτον
Άνθρωπος να μη ’γέρανεν,
πάντα νέος να έτον

Για να χάρουνταν πολλά,
τιδέν ξάι να μη νουνίζ’νε
Τιδέν ξάι να μη νουνίζ’νε,
τον Χάρον να φοβερίζ’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
αΐκατέτοια/ες
αναμεσάανάμεσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατάαυτά
ατααυτά
’γέρανενγερνούσε
δουλείαδουλειά, εργασία
εμάδικά μου
έτονήταν
ετσ̌όκεψανκατέπεσαν, επικάθησαν, έκλιναν υπό το βάρος çökmek
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’λέπ’(ελέπ’) βλέπει/ω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
νουνίζ’νεσκέφτονται
ξάικαθόλου
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτα̤καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τιδέντίποτα
τραγωδίαςτραγούδια
τρανάμεγάλα
τρέχ’νετρέχουν
φοβερίζ’νεφοβερίζουν
’φτάγ’(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χάρουντανχαίρονται
χάταιχάνεται
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
αΐκατέτοια/ες
αναμεσάανάμεσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατάαυτά
ατααυτά
’γέρανενγερνούσε
δουλείαδουλειά, εργασία
εμάδικά μου
έτονήταν
ετσ̌όκεψανκατέπεσαν, επικάθησαν, έκλιναν υπό το βάρος çökmek
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’λέπ’(ελέπ’) βλέπει/ω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
νουνίζ’νεσκέφτονται
ξάικαθόλου
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτα̤καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τιδέντίποτα
τραγωδίαςτραγούδια
τρανάμεγάλα
τρέχ’νετρέχουν
φοβερίζ’νεφοβερίζουν
’φτάγ’(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χάρουντανχαίρονται
χάταιχάνεται
ωμίαώμοι
Τα βάσανα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr