.
.
Βεσιάτ’

Τον λόγο σ’ δύο ’κ’ ευτάγω

Στιχουργοί
Συνθέτες
Τον λόγο σ’ δύο ’κ’ ευτάγω
Τον λόγο σ’ δύο ’κ’ ευτάγω
Στιχουργοί
Συνθέτες
fullscreen
Τον λόγο σ’ δύο ’κ’ ευτάγω
και -ν- αποπίσ’ ι-σ’ τρέχω
Αρ’ ήντι͜αν θέλτς και ψαλαφάς
πάντα σο γιάνι σ’ έχω

Τσ̌απούτ’ εποίκες με εσύ
κι όλιον καταπατείς με
Εγώ παραδι͜αβαίν’ ατα,
εσύ ξαν πόνια δί’ς με

Τα πελιάδας ντο έχω εγώ
όλια θ’ απιδι͜αβαίνω
Σίτι͜α ’κι πονεί το κιφάλ’
με τα πεσ̌κίρι͜α δένω

Τα τέρτι͜α μ’ εδυνάμωσες
εγώ απεδυναμώθα
Εθάρρεσα θα χάντς ατα,
εγώ πώς εκομπώθα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δί’ςδίνεις
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
εκομπώθαξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα, μτφ. σαγηνεύτηκα κομβόω
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
ξανπάλι, ξανά
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
παραδι͜αβαίν’ξεπερνάει, παραφεύγει, ξεφεύγει, παραωριμάζει
πελιάδαςβάσανα, σκοτούρες bela
πεσ̌κίρι͜απροσόψια, πετσέτες peşkir/pīşgīr
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌απούτ’κουρέλι çaput
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δί’ςδίνεις
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
εκομπώθαξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα, μτφ. σαγηνεύτηκα κομβόω
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
ξανπάλι, ξανά
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
παραδι͜αβαίν’ξεπερνάει, παραφεύγει, ξεφεύγει, παραωριμάζει
πελιάδαςβάσανα, σκοτούρες bela
πεσ̌κίρι͜απροσόψια, πετσέτες peşkir/pīşgīr
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌απούτ’κουρέλι çaput
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
Τον λόγο σ’ δύο ’κ’ ευτάγω
Τον λόγο σ’ δύο ’κ’ ευτάγω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr