.
.
Ιστορία και Λαογραφία της Σαντάς

Συλλογή Τσ̌άτσ̌α | Η τρυγόνα

fullscreen
Ακεί πέραν σ’ ορμανόπον
έναν έμορφον νυφόπον
με τα μάγ’λα άμον μήλα
έστεκεν κι εποίν’νεν ξύλα

Τα ξύλα τ’ς έσαν οξέας
κι άντρας ατ’ς έτον μυξέας
Έτον και πολλά οκνέας
και πάρα πολλά γουλέας

Εκαμάτιζεν εκείνεν
και ατός τιδέν ’κ’ εποίν’νεν
Σιφτι͜άν γαβουρμάν επαίρ’νεν
και ωβά να ευρήκ’ ετέρ’νεν

Έτρωεν μαντζούραν στύπον
κι αρτούκ ερρούζ’νεν σον ύπνον
Η γαρή απέσ’ σ’ ορμάν’
με τα ξύλα έχ̌’ τι͜αβγάν’

Σίτ’ εκλάδευεν τα ξύλα
κι εσύρ’νεν πλάν’ μέρ’ τα φύλλα
λύκος μακρά εγουρνέθεν
και ατέ εκαρδοκόπεν

Την κρωπήν σο χ̌έρ’ εκράτ’νεν
και ολόερα ετέρ’νεν
Εφορτώθεν τα ξυλόπα τ’ς
κι έτρεξεν να πάει σ’ οσπίτ’ν ατ’ς

Και σίτ’ επέγ’νεν σην στράταν
έναν-έναν ρούζ’ν και χάν’νταν
τα ξύλα ας σο σ̌ι͜αλάκ’ν ατ’ς
ξάι ’κι φαίν’ντανε σ’ ομμάτι͜α τ’ς

Χωρίς να βγαίν’ η λαλία τ’ς
και με το σ̌κοινίν σ’ ωμία τ’ς
εύκαιρος και τινιαγμέντσα
έρθεν η ευλοημέντσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρτούκπλέον, τώρα πια, υπόλειμμα/περίσσευμα artık
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέαυτή
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
γαβουρμάνκαβουρμά (=κρέας που μαγειρεύεται και ψήνεται στο δικό του λίπος, στη συνέχεια τρώγεται ή καταψύχεται και αποθηκεύεται) kavurma
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
εγουρνέθενούρλιαξε
εκείνενεκείνη
εκράτ’νενκρατούσε
έμορφονόμορφο
επαίρ’νενέπαιρνε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έρθενήρθε
ερρούζ’νενέπεφτε
έσανήταν
εσύρ’νενέσερνε, τραβούσε, έριχνε
ετέρ’νενκοιτούσε
έτονήταν
έτρωενέτρωγε
ευλοημέντσαευλογημένη
ευρήκ’βρίσκω/ει
εφορτώθενφορτώθηκε
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρωπήν(η) δρέπανο κρώπιον
λαλίαλαλιά, φωνή
μάγ’λαμάγουλα magulum
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μαντζούρανγιαούρτι macun
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μυξέαςμυξιάρης
νυφόποννυφούλα
ξάικαθόλου
οκνέαςοκνηρός, τεμπέλης ὀκνηρός < ὄκνος
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπονδασάκι orman
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σιφτι͜άνπρώτα, αρχικά siftah/istiftāḥ
στύπονξινό, στυφό
τιδέντίποτα
φαίν’ντανεφαίνονται
χ̌έρ’χέρι
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ωβάαβγά
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρτούκπλέον, τώρα πια, υπόλειμμα/περίσσευμα artık
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέαυτή
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
γαβουρμάνκαβουρμά (=κρέας που μαγειρεύεται και ψήνεται στο δικό του λίπος, στη συνέχεια τρώγεται ή καταψύχεται και αποθηκεύεται) kavurma
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
εγουρνέθενούρλιαξε
εκείνενεκείνη
εκράτ’νενκρατούσε
έμορφονόμορφο
επαίρ’νενέπαιρνε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έρθενήρθε
ερρούζ’νενέπεφτε
έσανήταν
εσύρ’νενέσερνε, τραβούσε, έριχνε
ετέρ’νενκοιτούσε
έτονήταν
έτρωενέτρωγε
ευλοημέντσαευλογημένη
ευρήκ’βρίσκω/ει
εφορτώθενφορτώθηκε
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρωπήν(η) δρέπανο κρώπιον
λαλίαλαλιά, φωνή
μάγ’λαμάγουλα magulum
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μαντζούρανγιαούρτι macun
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μυξέαςμυξιάρης
νυφόποννυφούλα
ξάικαθόλου
οκνέαςοκνηρός, τεμπέλης ὀκνηρός < ὄκνος
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπονδασάκι orman
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σιφτι͜άνπρώτα, αρχικά siftah/istiftāḥ
στύπονξινό, στυφό
τιδέντίποτα
φαίν’ντανεφαίνονται
χ̌έρ’χέρι
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ωβάαβγά
ωμίαώμοι
Σημειώσεις
Εδώ στην Ελλάδα έχει γράψει αρκετά ποιήματα ο Παύλος Τσ̌άτσ̌ας, που αν και γεννήθηκε στη Ρωσία και δεν ξέρει καθόλου τη Σαντά, όμως έγραψε αρκετά παραστατικά.
(Στάθης Αθανασιάδης)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost