.
.
Ιστορία και Λαογραφία της Σαντάς

Συλλογή Τσ̌άτσ̌α | Τα παναΰρι͜α

fullscreen
Σαντά, Σαντά, λελεύω σε
και τ’ εμόν η πατρίδα
εγέντον έξ’, εφτά χρόνια
ογώ εσέν ντο ’κ’ είδα

Λελεύω σε, λελεύω σε
μίαν και αλλομίαν
Τ’ ομμάτι͜α μ’ εσκοτείνεψαν
ας σην αροθυμίαν

Κρούγ’νε σο νου μ’ τα χορόντας,
τ’ εσά τα παναΰρι͜α
Ο κόσμος κουμουλι͜άεται
ας όλια τα χωρία

Άλλ’ με τα λύρας έρχουνταν
και άλλ’ με τα ζουρνάδας
κι από μακρά με το γρα-γρού
και με τα τονανμάδας

Και αρχινά το φαεπότ’
εκεί σα παρχανάδας
Αδά κι ακεί ούλ’ τραβωδούν
κι ευτάγ’νε σ̌ι͜αματάδας

Τραβωδούνε για την σεβτάν
και το χορόν γουρεύ’νε
Τραβωδούν για την ξενιτει͜άν
και τα τι͜άρτι͜α τουν λέγ’νε

Μεσοκαιρίτζες σο χορόν
εμπαίν’νε στέρι͜α-στέρι͜α
κι απ’ οπίσ’ ατουν έρχουνταν
τσ̌εχέλ’κα φωταχτέρι͜α

Αναθεμά την ξενιτει͜άν,
τη ξενιτειάς τα τι͜άρτι͜α
’Κι αφήν’ τ’ αρθώπ’ς να χ̌αίρουνταν
και παίρ’ν’ ατείν’ μουράτι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
ακείεκεί
αλλομίανάλλη μια φορά
αρθώπ’ςανθρώπους
αροθυμίαννοσταλγία
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατείν’αυτοί
ατουντους
αφήν’αφήνει
γουρεύ’νεστήνουν, τακτοποιούν, οργανώνουν kurmak
εγέντονέγινε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμπαίν’νεμπαίνουν
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έρχουντανέρχονται
εσάδικά σου/σας
εσκοτείνεψανσκοτείνιασαν
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουμουλι͜άεταιμαζεύεται, στοιβάζεται culumare
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
λέγ’νελένε
λελεύωχαίρομαι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεσοκαιρίτζεςγυναίκες μέσης ηλικίας
μίανμια φορά
μουράτι͜αεπιθυμίες, πόθοι murat/murād
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
ούλ’όλοι
παίρ’ν’παίρνουν
παναΰρι͜απανηγύρια
παρχανάδαςκαραβάνια, καταλύματα καραβανιού, μτφ. οι παρέες barhana/bār + ḫāne
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τι͜άρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τονανμάδαςπυροβολισμοί, πυροβολισμούς
τουντους
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
φαεπότ’φαγοπότι
φωταχτέρι͜ααπαστράπτοντα, λαμπερά, μτφ. όμορφα
χ̌αίρουντανχαίρονται
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
ακείεκεί
αλλομίανάλλη μια φορά
αρθώπ’ςανθρώπους
αροθυμίαννοσταλγία
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατείν’αυτοί
ατουντους
αφήν’αφήνει
γουρεύ’νεστήνουν, τακτοποιούν, οργανώνουν kurmak
εγέντονέγινε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμπαίν’νεμπαίνουν
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έρχουντανέρχονται
εσάδικά σου/σας
εσκοτείνεψανσκοτείνιασαν
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουμουλι͜άεταιμαζεύεται, στοιβάζεται culumare
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
λέγ’νελένε
λελεύωχαίρομαι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεσοκαιρίτζεςγυναίκες μέσης ηλικίας
μίανμια φορά
μουράτι͜αεπιθυμίες, πόθοι murat/murād
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
ούλ’όλοι
παίρ’ν’παίρνουν
παναΰρι͜απανηγύρια
παρχανάδαςκαραβάνια, καταλύματα καραβανιού, μτφ. οι παρέες barhana/bār + ḫāne
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τι͜άρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τονανμάδαςπυροβολισμοί, πυροβολισμούς
τουντους
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
φαεπότ’φαγοπότι
φωταχτέρι͜ααπαστράπτοντα, λαμπερά, μτφ. όμορφα
χ̌αίρουντανχαίρονται
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
χωρίαχωριά
Σημειώσεις
Εδώ στην Ελλάδα έχει γράψει αρκετά ποιήματα ο Παύλος Τσ̌άτσ̌ας, που αν και γεννήθηκε στη Ρωσία και δεν ξέρει καθόλου τη Σαντά, όμως έγραψε αρκετά παραστατικά.
(Στάθης Αθανασιάδης)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost