.
.
Ιστορία και Λαογραφία της Σαντάς

Συλλογή Πατσ̌άκου | Ο Θόδωρον

fullscreen
Το γιοσμαλούχ’ σ’ που θα τερεί,
θαρρεί εσύ κάτ’ είσαι
Το πόι σ’ και τη θωρέα σ’
και ντ’ άναλος πα είσαι

’Μώ σε, νέπρε Θόδωρε,
όλ’ εσέν λέγ’ν άπορε
Πατείς τρως την γαβουρμάν
και ταράεσαι σ’ ορμάν’

Πας και ’κ’ ευτάς ευλοΐαν
εγέντς γέλος, μασχαρείαν
Νιαφιλιάν άλλο ντο πας
ξύλα ας σου ’κι θα ’φτάς

Κείσαι την ημέραν όλον
σ’ είνος καφουλί’ τον κώλον
Τρως και την μαντζούραν στύπον
τεσ̌ι͜αεύκεσαι σον ύπνον

’Μώ σε, εύρα την πελιά μ’,
λέγ’ ατο την πεθερά μ’
Τερέστεν κάπ’ στείλτε ατον,
’κ’ επορώ να σύρ’ ατον

Έδεσα ’τον σο ζώσ̌κοινον
κι επεκαικά ελύεν
Γειτόνοι μ’, ποδεδίζω σας,
εθαρρείς εζαλίεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
γαβουρμάνκαβουρμά (=κρέας που μαγειρεύεται και ψήνεται στο δικό του λίπος, στη συνέχεια τρώγεται ή καταψύχεται και αποθηκεύεται) kavurma
γέλοςγέλιο, περίγελος
εγέντςέγινες, κατάντησες
εζαλίενζαλίστηκε
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
ελύενλύθηκε, έλιωσε
επεκαικάαπό εκεί πέρα
επορώμπορώ
ευλοΐανευλογία
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζώσ̌κοινονδέμα αγελάδας
θωρέαθωριά, όψη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάπ’κάπου
καφουλί’θάμνου κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαντζούρανγιαούρτι macun
μασχαρείαναστείο, αστεϊσμός maskara/masḫara
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
όλ’όλοι/α
ορμάν’δάσος orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατείςπατάς
πελιάβάσανο, σκοτούρα bela
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
στύπονξινό, στυφό
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
ταράεσαιαναμιγνύεσαι, ανακατεύεσαι, μπλέκεσαι
τερείκοιτάει
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τεσ̌ι͜αεύκεσαιστρώνεσαι, απλώνεσαι döşemek
’τοναυτόν
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
γαβουρμάνκαβουρμά (=κρέας που μαγειρεύεται και ψήνεται στο δικό του λίπος, στη συνέχεια τρώγεται ή καταψύχεται και αποθηκεύεται) kavurma
γέλοςγέλιο, περίγελος
εγέντςέγινες, κατάντησες
εζαλίενζαλίστηκε
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
ελύενλύθηκε, έλιωσε
επεκαικάαπό εκεί πέρα
επορώμπορώ
ευλοΐανευλογία
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζώσ̌κοινονδέμα αγελάδας
θωρέαθωριά, όψη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάπ’κάπου
καφουλί’θάμνου κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαντζούρανγιαούρτι macun
μασχαρείαναστείο, αστεϊσμός maskara/masḫara
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
όλ’όλοι/α
ορμάν’δάσος orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατείςπατάς
πελιάβάσανο, σκοτούρα bela
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
στύπονξινό, στυφό
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
ταράεσαιαναμιγνύεσαι, ανακατεύεσαι, μπλέκεσαι
τερείκοιτάει
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τεσ̌ι͜αεύκεσαιστρώνεσαι, απλώνεσαι döşemek
’τοναυτόν
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
Σημειώσεις
Λίγα χρόνια ύστερα από τη δημοσίευση της Συλλογής του Φ. Χειμωνίδη, δημοσιεύει περισσότερα και εκτενέστερα ποιήματα ο Πατσ̌άκον ο Γιωρίκας. Η συλλογή του Πατσ̌άκου είναι η σπουδαιότερη απ’ όλες, το δε περιεχόμενο αυτής ποικίλο: ερωτικά, σατιρικά, της ξενιτιάς κλπ. Παρακάτω παραθέτω μερικά· δύο ποιήματα του δημοσιεύονται στο κεφάλαιο «Η ξενιτιά».
(Στάθης Αθανασιάδης)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost