.
.
Ιστορία και Λαογραφία της Σαντάς

Τ’ Ωριάς ο κάστρον

fullscreen
Ατόσα κάστρους είδα
κι όλια γύρισα
κι άμον τ’ Ωριάς τον κάστρον,
κάστρος ’κ’ έτονε
Σεράντα πόρτας είχ̌εν
κι όλια σίδερα
κι εξήντα παραθύρι͜α
κι όλι͜α χάλκενα
και του γιαλού η πόρτα
’στράφτει μάλαμαν
Τούρκοι το παραστέκουν
χρόνους δώδεκα
κι ένα μικρός Τουρκίτσος
ρωμιογύριστος
ρόκαν και ροκοτσίπι
βάλλ’ στα μέσα του,
αρδάχτι και σποντύλι
παίρ’ στα χ̌έρι͜α του,
μαξιλαρίτζαν βάλλει
κι εμπροζώσ̌κεται
και γίνεται γυναίκα
βαριασμένισσα
Τον κάστρ’ όλο γυρίζει
και μοιρολογά
κι απέσ’ η κόρ’ ακούει
και καρδοπονά
Να βάι εμέν την ξένην
και την ορφανήν
που είμαι γαστρωμένη
και στες ώρες μου
τριών ημερών φεγγάρι
θέλω να γεννώ
πού να κοιλοπονήσω
χ̌ειμωγκόν καιρόν;
Άνοιξον πόρτ’, άνοιξον,
πύργε μου ψηλέ,
ανοίξτε να εμπαίνω
Τούρκοι διέχ’νε με
Απέ το παραθύριν κόρ’ ελάλεσεν:
Ανοίξετε την πόρταν
μέσα πάρτε την
’Κόμαν πόρτα ’κ’ ενοίγεν
χ̌ίλιοι έτρεξαν
κι άμα εκαλανοίγεν
μύριοι εσήβανε
κι άλλοι την κόρ’ αρπάζ’νε
κι άλλοι τα φλουριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
αρπάζ’νεαρπάζουν
βάλλ’βάζω/ει
βαριασμένισσαέγκυος
διέχ’νεδιώχνουν
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
εμπαίνωμπαίνω
ενοίγενανοίχθηκε
έτονεήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κόμανακόμη
μάλαμανο χρυσός
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρόκανεργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο
ροκοτσίπιτο ξύλο της ρόκας
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χάλκεναχάλκινα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απέσ’μέσα
αρπάζ’νεαρπάζουν
βάλλ’βάζω/ει
βαριασμένισσαέγκυος
διέχ’νεδιώχνουν
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
εμπαίνωμπαίνω
ενοίγενανοίχθηκε
έτονεήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κόμανακόμη
μάλαμανο χρυσός
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρόκανεργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο
ροκοτσίπιτο ξύλο της ρόκας
ρωμιογύριστοςχριστιανός που έγινε μουσουλμάνος
σεράντασαράντα
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χάλκεναχάλκινα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost